Ο χρυσός όλων των χωρών βρίσκετε φωλιασμένος στην
Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών
σε τούνελ 30 χιλιομέτρων
σκαμμένο μέσα σε συμπαγή
βράχο κάτω από τις Άλπεις στην
Βασιλεία της ουδέτερης Ελβετίας.
Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) είναι ένας διεθνής οργανισμός αποτελούμενος από κεντρικές τράπεζες, που "υποβοηθά τη διεθνή νομισματική και χρηματοοικονομική συνεργασία και δρα ως μια τράπεζα για τις κεντρικές τράπεζες."
Δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο καμίας εθνικής κυβέρνησης.
Η ΤΔΔ λειτουργεί μέσα από υποεπιτροπές και γραμματείες, αλλά και μέσω του ετήσιου Γενικού Συμβουλίου όλων των μελών της.
Επίσης, παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες, μόνο όμως στις κεντρικές τράπεζες ή σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας και δημιουργήθηκε με τις Συμφωνίες της Χάγης του 1930. Το όνομά της στα αγγλικά είναι Bank for International Settlements (BIS), στα γερμανικά Bank für Internationalen Zahlungsausgleich (BIZ), στα γαλλικά Banque des Reglements Internationaux (BRI), και στα ιταλικά Banca dei Regolamenti Internazionali (BRI). Διαθέτει γραφεία αντιπροσώπων στο Χoνγκ Κoνγκ και την Πόλη του Μεξικό.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ψάχνοντας την απάντηση, καταλήγει εύκολα στην Τράπεζα των Τραπεζών – στην «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» δηλαδή (Bank for International Settlements ή BIS) η οποία, με έδρα τη Βασιλεία, λειτουργεί ουσιαστικά σαν την κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών. Η πόλη αυτή της Ελβετίας είναι γνωστή από τους κανόνες που θεσπίζονται για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την ονομασία Βασιλεία Ι, Βασιλεία ΙΙ κλπ.
Επίσης, από την εντυπωσιακά μεγάλη έκθεση χρυσού και πολυτίμων λίθων, στην οποία πρωτοστατούν οι Εβραίοι.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ BIS
Η «κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών» (BIS) είναι μία διεθνής οργάνωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, η οποία διαχειρίζεται ένα μέρος των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Ιδρύθηκε το 1930 από τις κεντρικές τράπεζες του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης από δύο ομίλους ιδιωτικών τραπεζών των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας.
Ο αρχικός σκοπός της ίδρυσης της ήταν η εξασφάλιση της ικανότητας αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων του 1ου παγκοσμίου πολέμου από τη Γερμανία, σε συνδυασμό με το Young-Plan (συμφωνία αποζημιώσεων και προγραμματισμός της πληρωμής τους, η οποία γράφτηκε το 1929 και υιοθετήθηκε το 1930).
Ήδη όμως από το 1931, όπου σταμάτησε η πληρωμή των αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας, λόγω της παγκόσμιας τότε χρηματοπιστωτικής κρίσης, έπαψε να υφίσταται ο λόγος, για τον οποίο ιδρύθηκε η τράπεζα.
Εν τούτοις, συνέχισε τη λειτουργία της, αφού μετατράπηκε στην κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, η οποία συνέβαλλε στη στενότερη συνεργασία των κεντρικών τραπεζών μεταξύ τους - ενώ προσέφερε δυνατότητες νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (businesses).
Στην BIS αντιπροσωπεύονταν κυρίως τα ηγετικά αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (JP Morgan Chase & Co, Morgan Stanley, Chase National Bank of Rockefeller, Dillon-Read Group, Bank house J.Henry Schroeder New York), τα οποία ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για «επιχειρηματικές συνεργασίες» με τη Γερμανία.
Από γερμανικής πλευράς, συμμετείχε κυρίως ο Kurt von Schroeder, ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του Hitler.
Στην περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού (1933-1945), η BIS θεωρούταν ιδιαίτερα «φιλοναζιστική», με μία εξαιρετικά μεγάλης επιρροής γερμανική ομάδα εντός της. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας του 3ου Ράιχ ήταν ένας από τους προέδρους της BIS. Το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, η BIS ανέλαβε τον αυστριακό χρυσό, ενώ «βοήθησε» στην αποστολή μέρους του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί, μετά την κατάληψη της Τσεχίας (1939).
Τότε, ο βρετανός λόρδος Montagun Norman, ένας από τους προέδρους της BIS και ταυτόχρονα διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δεν εμπόδισε τη μεταφορά του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί.
Τον Απρίλιο του 1939 ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της BIS ο αμερικανός δικηγόρος Thomas Mc Kittrick, ο οποίος εκπροσωπούσε παράλληλα τα συμφέροντα των Rockefellers, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η BIS διακανόνιζε όλες τις απαιτούμενες συναλλαγματικές δραστηριότητες του 3ου Ράιχ – όπως, για παράδειγμα, τις «συναλλαγές» με τον κλεμμένο χρυσό των κεντρικών τραπεζών των χωρών που είχαν καταληφθεί από τη ναζιστική Γερμανία. Το ίδιο χρονικό διάστημα, η τράπεζα ήταν ο μυστικός τόπος συνάντησης γερμανών, ηγετικών στελεχών του Hitler, με διεθνείς τραπεζίτες - καθώς επίσης, με τον αρχηγό της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας στην Ελβετία.
Το 1943, οι προσπάθειες του τότε υπουργού οικονομικών των Η.Π.Α., καθώς επίσης της εξόριστης νορβηγικής κυβέρνησης να πάψει η λειτουργία της BIS, λόγω της ναζιστικής της «καταγωγής», δεν ευοδώθηκαν – μεταξύ άλλων, ο Keynes ήταν υπέρ της διατήρησης της, τεκμηριώνοντας τη θέση του με το ότι, η BIS θα φαινόταν χρήσιμη για την «επανόρθωση» της οικονομίας μετά τον πόλεμο. Μέχρι το 1990 δε έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να διατηρηθεί κρυφό το ναζιστικό παρελθόν της BIS - παρά το ότι το 1952 είχε γραφεί ένα βιβλίο για την ιστορία της, από το Δανό K.Moltke.
Το βιβλίο αναφερόταν ουσιαστικά στην «υπόγεια» σχέση και στη στενή συνεργασία του αμερικανικού με το γερμανικό Καρτέλ, με συνδετικό κρίκο την τράπεζα των τραπεζών – κάτι που ενδεχομένως συνεχίζει να συμβαίνει, ειδικά όσον αφορά τα δύο αυτά ηγετικά Καρτέλ των πολυεθνικών. Πρόκειται λοιπόν για τη «φωλιά του κτήνους», όπως χαρακτηρίζουν το αιμοβόρο, αδρανές κερδοσκοπικό κεφάλαιο πολλοί οικονομολόγοι, η οποία (φωλιά) είναι ταυτόχρονα η «σκοτεινή σπηλιά» συνάντησης και συντονισμού του γερμανικού με το αμερικανικό, αλλά και με τα υπόλοιπα «δυτικά» Καρτέλ (των εντολοδόχων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας δηλαδή). Κλείνουμε με τα χαρακτηριστικά λόγια του 28ου Προέδρου των Η.Π.Α. W.Wilson, αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα:
«Υπάρχει μία (σκοτεινή) δύναμη τόσο οργανωμένη,
τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη,
τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να
προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου