Το πνεύμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιφράσσεται.
Πριν από τη θεσμοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υπήρχε η ανάγκη-ματαιοδοξία της προσωπικής προβολής.
Θεωρητικά δεν υφίσταται ιδιοκτησία ιδεών. Οι ιδέες είναι γέννημα του νου. Για να φτάσει ο νους να τις γεννήσει, έχει προηγουμένως χρησιμοποιήσει και επεξεργαστεί κάποιες άλλες ιδέες που είχαν γεννηθεί στο παρελθόν και που προϋπήρχαν της διαδικασίας αυτής, συχνά δε και του ίδιου του νου που τις γέννησε. Όλες οι ιδέες, σκέψεις, εμπνεύσεις και συλλήψεις μας στην ουσία «πατάνε» πάνω σε κάποιες άλλες. Ο ανθρώπινος νους τις παίρνει από το κοινό αποθετήριο, τις επεξεργάζεται και τις μετουσιώνει, παραδίδοντας τις έτοιμες προς χρήση. Αυτή είναι η συνεισφορά στη συζήτηση, δηλαδή στην κοινή αναζήτηση. Επομένως, τίποτα δεν είναι κανενός και συνάμα όλα είναι όλων. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι.
Το πνεύμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιφράσσεται. Ο κοινός νους το αντιλαμβάνεται εύκολα. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, στην πλειοψηφία τους τα λαϊκά τραγούδια (δημοτικά, ρεμπέτικα, κλπ), τα ανέκδοτα, τα γνωμικά, οι παροιμίες, κάποιες φορές ακόμα και τα ποιήματα και διάφορα άλλα είδη πολιτιστικής δημιουργίας, ήταν αυτό που λέμε λανθασμένα «ανώνυμα». Ήταν προϊόντα συλλογικής δημιουργίας και ως εκ τούτου δεν είχαν την ετικέτα της ατομικής δημιουργίας που σήμερα τα καθιστά «επώνυμα». Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύνθεσης ενός τραγουδιού, μπορεί κάποιος να είχε σκεφτεί δέκα στίχους και κάποιος άλλος μόνο έναν ή μόνο μία λέξη. Αυτά δεν είχαν σημασία. Το ζητούμενο ήταν να νιώσουν όλοι τη χαρά της δημιουργίας, της σύνθεσης, και κυρίως τη χαρά της κοινής απόλαυσης του τραγουδιού στις γιορτές και γενικά στις συλλογικές εκδηλώσεις.
Σε γενικές γραμμές, πριν από τη θεσμοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υπήρχε η ανάγκη-ματαιοδοξία της προσωπικής προβολής. Πρώτον, επειδή οι άνθρωποι ένιωθαν σαν κάτι έμφυτο και φυσικό όλο αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω. Δεύτερον, επειδή δεν είχαν λόγους να χρησιμοποιήσουν τη δημιουργία για ατομική κερδοφορία. Το λέει η ίδια η λέξη «δημιουργία»: Ήταν έργο για το «δήμο», δηλαδή προς χρήση και όφελος όλων. Αν έβαζαν φραγμούς ή περιορισμούς στη διάχυση αυτή, και αν υπήρχαν αποκλεισμοί των πολλών προς όφελος των λίγων, τότε θα ήταν έργο πρωτίστως για ιδιωτικό όφελος. Τότε θα έμπαινε το ατομικό στοιχείο πάνω από το συλλογικό. Αυτό θα είχε αντίκτυπο και στην ποιότητα του έργου. Θα έπαυε να ήταν για το δήμο και αφού θα είχε ιδιοποιηθεί, θα περνούσε στη σφαίρα της ιδιωτικοποίησης. Θα έπαυε δηλαδή να ήταν δημιουργία και θα ήταν έργο από ιδιώτες για ιδιώτες, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κάτι τέτοιο καμία ανθρώπινη κοινότητα ή συλλογικότητα που σέβεται τον εαυτό της δεν θα το επιθυμούσε, επειδή η κοινότητα δεν ορίζεται και οριοθετείται μόνο από το κοινό περιβάλλον στο οποίο δρουν οι άνθρωποι που την απαρτίζουν, αλλά πρωτίστως από το βαθμό που η έννοια του κοινού νοηματοδοτεί και διέπει τη λειτουργία της.
Η εμφάνιση της πνευματικής ιδιοκτησίας ως θεσμοποιημένη έννοια ανάγεται στην εποχή της ανάπτυξης της αστικής τάξης. Η εμφάνιση και η σταδιακή της επικράτηση άλλαξε ριζικά την έννοια της πνευματικής δημιουργίας. Με την εισαγωγή της έννοιας της ιδιοκτησίας, (περι)ορίστηκε αυθαίρετα η πνευματική δημιουργία ως κάτι ατομικό (μη συλλογικό), οριοθετήθηκε το δικαίωμα στην αναπαραγωγή της και θεσμοποιήθηκε η μη ελεύθερη πρόσβαση όλων σε όλα τα είδη πνευματικής δημιουργίας. Η βασική αλλαγή έγκειται στο ότι συνδέθηκε με την έννοια του κέρδους. ‘Εγινε εμπόρευμα και ως τέτοιο νοείται ως σήμερα. Ως κάτι που αποφέρει οφέλη σε κάποιους που το ιδιοποιούνται και που αποκλείει τους υπόλοιπους από την εμπορευματική του χρήση. Θεσμοποιήθηκε λοιπόν η εμπορευματική της χρήση και τέθηκαν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δημιουργών-παραγωγών και των μη παραγωγών-δεκτών. Θεωρητικά και δυνητικά βέβαια όλοι μπορούν να είναι δημιουργοί. Από τη στιγμή όμως που άλλαξε ο ορισμός της πνευματικής δημιουργίας, «δημιουργός» είναι το άτομο ή η ομάδα που κινείται μέσα σε αυτά τα πλαίσια και ακολουθεί αυστηρά αυτούς τους νέους κανόνες που συνάδουν πλήρως με τον ανταγωνιστικό, εξουσιαστικό και εμπορευματικό χαρακτήρα της κλασικής αστικής σκέψης. Στην περίπτωση που ο «δημιουργός» είναι μία ομάδα ατόμων, αν αυτή η ομάδα δρα ως «ιδιώτης», ουσιαστικά δρα μη συλλογικά, οπότε δεν μπορεί να ονομαστεί συλλογικότητα. Είναι ένας “ομός”, ένα σύνολο ατόμων που ο μόνος δεσμός που τα ενώνει είναι η προσδοκία κάποιου υλικού ή άλλου οφέλους ή κέρδους αποκλειστικά για τα άτομα αυτά. Ουσιαστικά λειτουργούν ατομικά μέσα στη μάζα και αναπαράγουν τις ανταγωνιστικές και εξουσιαστικές σχέσεις μέσα σε αυτήν. Εμείς σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να ταυτιστούμε με κάτι τέτοιο.
Είναι αναμενόμενο σε μία «κοινωνία» που έχει θεοποιήσει το κέρδος, τα περισσότερα μέλη της να δρουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με γνώμονα την κυρίαρχη ιδεολογία. Η πλειοψηφία αυτής της μάζας που καταχρηστικά ονομάζεται κοινωνία αποδέχεται λοιπόν την πνευματική ιδιοκτησία ως κάτι φυσικό, με σκοπό την αποκόμιση ατομικού κέρδους, όχι απαραίτητα -ή όχι μόνο- οικονομικού. Όταν κάποιος αφαιρεί από τους υπόλοιπους το δικαίωμα της ελεύθερης αναπαραγωγής αυτών που έχει γράψει, το κάνει επειδή θέλει να τα εμπορευτεί, με την στενή ή ευρεία έννοια του όρου, και να αποκομίσει ατομικά οφέλη, οικονομικά ή κοινωνικά. Όποια κι αν είναι αυτά, δημιουργούν και αναπαράγουν σχέσεις εξουσίας. Αν προτάσσεις στη θεωρία και προάγεις στην πράξη την ελεύθερη και μη εμπορευματοποιημένη διακίνηση ιδεών και πνευματικών έργων, αυτή σου η στάση εκλαμβάνεται ως επίθεση στις σχέσεις εξουσίας που δημιουργεί η πνευματική ιδιοκτησία. Οι σχέσεις μας λοιπόν σε αυτό το σάπιο σύστημα είναι εμπορευματικές. Επομένως, αν αποδεχτούμε συνειδητά ή εσωτερικεύσουμε ασυνείδητα τις αρχές και τον τρόπο λειτουργίας ενός τέτοιου συστήματος, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας θα γίνουμε το ίδιο σάπιοι με αυτό και θα λειτουργούμε συνειδητά ή και ασυνείδητα ως ιδιώτες- έμποροι (με την ευρεία έννοια που δώσαμε πιο πάνω στην έννοια αυτή). Για εμάς, αυτή η ιδιότητα απέχει πολύ από αυτή του ανθρώπου.
Παρατηρούμε όμως ότι η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου θα πίστευε κανείς ότι περιττεύει. Για παράδειγμα, όταν κάποιος φτιάχνει ένα προσωπικό blog ή μία ιστοσελίδα και γράφει μέσα ότι το υλικό του/της αποτελεί προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας και ότι έχει τα πνευματικά δικαιώματα της αναπαραγωγής του, μερικές φορές κάνοντας μάλιστα και υποδείξεις-προειδοποιήσεις για το πότε και με ποιους τρόπους μπορεί να γίνει αυτή η αναπαραγωγή και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει η παραβίαση των κανόνων αυτών. Ποια βλάβη θα υποστεί κάποιος blogger, αν κάποιος πάρει ένα κείμενο ή ένα μέρος του και το δημοσιεύσει κάπου αλλού χωρίς παραπομπή στο αρχικό κείμενο; Εμείς απολύτως καμία. Υπάρχουν όμως κάποιοι που μπορεί να προσδοκούν να αποκομίσουν με κάποιον τρόπο κάποια οικονομικά ή άλλα οφέλη από τη χρήση αυτού του υλικού ή γενικά από την ιστοσελίδα τους. Είναι προφανές ότι δεν επιδιώκουν όλοι τη διάχυση της γνώσης ή της (αντι)πληροφόρησης.
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η επίκληση των πνευματικών δικαιωμάτων γίνεται επειδή έχουν ριζώσει στο υποσυνείδητο όλα τα κυρίαρχα ακόμη ιδεολογήματα περί ατομικότητας της ιδιοκτησίας. “Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω”. To αλλοτριωμένο άτομο-ιδιώτης αισθάνεται καλύτερα αν νιώθει ότι κατέχει κάτι. Το μεταλλαγμένο-ατομικευμένο ον αισθάνεται ακόμα καλύτερα, αν αυτό το κάτι του αποφέρει κέρδη. Και πολύ καλύτερα, αν νιώθει ότι αυτό το κάτι, το δικό του, που είναι μόνο δικό του και κανενός άλλου, το αποδέχονται και το υιοθετούν και άλλοι άνθρωποι.Υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτοί αναγνωρίζουν σε αυτό το Εγώ του. Όσο αρρωστημένο μας φαίνεται και όσο έξω από τη λογική μας είναι κάτι τέτοιο, άλλο τόσο μπορεί να ξενίζουν κάποιους αυτά που γράφουμε εδώ.
Πάνω στην έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας έχει χτιστεί μία ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής και εμπορίας υλικών και μη «αγαθών». Καταχρηστικά αναφέρουμε τον όρο «αγαθών», επειδή ουσιαστικά έχουν μετατραπεί σε προϊόντα. Η γνώση και η πνευματική της ιδιοκτησία είναι τα εργαλεία που αποφέρουν κέρδη στους ιδιοκτήτες αυτής της βιομηχανίας, και ψίχουλα στους μισθωτούς σκλάβους που δουλεύουν σε αυτήν. Η πλειοψηφία των σύγχρονων μισθωτών σκλάβων έχει αποδεχτεί την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (επομένως και την πνευματική ιδιοκτησία) ως συνθήκη και εργαλείο παραγωγής των άυλων προϊόντων αυτής της βιομηχανίας. Έτσι λοιπόν, έχει αποδεχτεί την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της τέχνης, της επιστήμης, αλλά και όλων των τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, αφού τα πνευματικά δικαιώματα δεν περιορίζονται στους καλλιτέχνες και στους επιστήμονες. Επίσης, από τη στιγμή που η πνευματική ιδιοκτησία αποφέρει κάποιου είδους ατομικό κέρδος, συνοδεύεται από τους αντίστοιχους μηχανισμούς επιβολής της στους υπόλοιπους, σε όσους τολμήσουν να την αμφισβητήσουν ή σε όσους παραβιάσουν τους κανόνες της. Εμείς δεν αποδεχόμαστε τη ύπαρξη κανενός τέτοιου μηχανισμού, όσο δημοκρατικό ή προοδευτικό μανδύα και αν φοράει και όσο κομψές και να είναι οι λέξεις που θα χρησιμοποιηθούν για να τον περιγράψουν.
Αν όμως, αποδέχεσαι, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, την πνευματική ιδιοκτησία, δεν μπορείς να διαμαρτύρεσαι όταν π.χ. το ελληνικό κράτος επιβάλλει φόρο στα μαγαζιά που παίζουν τραγούδια ελλήνων τραγουδιστών, και αυτά τον μετακυλύουν σε εσένα. Δεν έχεις δικαίωμα να γκρινιάζεις επειδή για να μπορείς να βλέπεις ζωντανά αγώνες στην τηλεόραση, και για να έχεις πρόσβαση σε ταινίες και σε μουσική, πρέπει να πληρώνεις. Δεν πρέπει να αντιδράς επειδή οι βιοτεχνολογικές και φαρμακευτικές εταιρείες έχουν πατεντάρει μέχρι και τα γονίδια που χαρτογραφούν, αλλά και τα φάρμακα που παρασκευάζουν. Η πνευματική ιδιοκτησία –και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής γενικά- πάει πακέτο με την εμπορευματοποίηση όλων των αγαθών και γενικά με τον καπιταλισμό. Μπορεί κάπου ακόμα να υπάρχουν κάποια μικρά παραθυράκια σε όλο αυτό το σκηνικό (π.χ. ιστοσελίδες για κατέβασμα μουσικής ή ταινιών) και μερικοί μπορεί ακόμα να ψιλοβολεύονται με αυτά, έχοντας την αυταπάτη ότι αυτό τους το βόλεμα θα είναι παντοτινό. Όταν όμως αυτά τα παραθυράκια κλείσουν, τότε θα κατανοήσουμε σε βάθος τι πραγματικά σημαίνει πνευματική ιδιοκτησία και ιδιωτικοποίηση μέχρι και του αέρα που αναπνέουμε. Τότε όμως θα είναι αργά. Η δυστοπία θα είναι δυσβάσταχτη για όσους ανθρώπους δεν της μοιάζουν. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, το θέμα είναι να μη φτάσουμε εκεί.
Και πως θα ζήσουν όλοι αυτοί οι «δημιουργοί», αν καταργηθεί η πνευματική ιδιοκτησία; Αυτό το ερώτημα επιδέχεται διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα με το πού τοποθετείται χρονικά. Επίσης, η διαφορετικότητα των απαντήσεων έχει να κάνει με τον διαφορετικό επιδιωκόμενο σκοπό που μπορεί να έχουν αυτός που ρωτά και αυτός που απαντά, δηλαδή με τη διατήρηση ή την κατάργηση της πνευματικής ιδιοκτησίας και γενικότερα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Τίποτα δεν καταργείται με το πάτημα ενός κουμπιού. Αν κάποιοι, κάπου, κάποτε, φτάσουν στο σημείο να συγκροτήσουν μία κοινωνία που θα καταργήσει την πνευματική ιδιοκτησία, αυτό σημαίνει ότι η αυτή θα έχει φτάσει να είναι ασυμβίβαστη με τη δομή και τη λειτουργία αυτής της κοινωνίας. Τότε – μην ανησυχείτε- οι δημιουργοί θα έχουν βρει κάτι άλλο να κάνουν για να συνεισφέρουν στη παραγωγή υλικών αγαθών στο κοινωνικό σύνολο. Παράλληλα, τόσο αυτοί όσο όλοι, θα μπορούν να προσφέρουν την καλλιτεχνική ή άλλη δημιουργία τους, απαλλαγμένοι από το άγχος του βιοπορισμού από αυτήν, και από τα συμπλέγματα της επωνυμίας και της ιδιοκτησίας. Τότε τα πνευματικά δικαιώματα θα είναι περιττά. Ίσως τότε γνωρίσουμε μία άλλη πτυχή της τέχνης. Ποιος ξέρει, ίσως αυτό δράσει απελευθερωτικά και γι’ αυτούς.
Στη σημερινή τάξη πραγμάτων, οι «δημιουργοί» και οι νταβατζήδες τους, οι κρατικοί οργανισμοί και οι ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχουν την παραγωγή άυλων προϊόντων, ζούνε από αυτό. Είναι σα να ρωτούσες κάποτε τι θα γινόταν αν καταργούνταν οι γκιλοτίνες ή οι κρεμάλες και ανησυχούσες για τους δήμιους που θα έχαναν τη δουλειά τους. Είναι σα να ανησυχεί κανείς για το τι θα κάνει ένα παράσιτο, αν πάψουν να υπάρχουν οι συνθήκες για να παρασιτεί, όταν, για παράδειγμα, οι ξενιστές του βαρεθούν να τους ρουφάει το αίμα, επαναστατήσουν και το αποβάλλουν. Μπορεί να ψοφήσει, μπορεί να πάει αλλού να παρασιτεί, μπορεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να πάψει να είναι παράσιτο. Εμείς που δεν είμαστε καθόλου ικανοποιημένοι με τη σημερινή τάξη πραγμάτων, δεν ενδιαφερόμαστε για το παρόν και το μέλλον κανενός παράσιτου. Αν κάποιος ανησυχεί για κάτι τέτοιο στο τώρα, αυτό οφείλεται στο ότι μάλλον επιθυμεί τη συντήρηση αυτής της τάξης πραγμάτων ή στο ότι αδυνατεί να σκιαγραφήσει, ή έστω να φανταστεί, ένα αύριο διαφορετικό από το σήμερα. Για να είμαστε πιο ακριβείς, αδυνατεί να φανταστεί μία πραγματική κοινωνία. Είναι αναμενόμενο λοιπόν να υποστηρίζει την πνευματική ιδιοκτησία έστω και ασυνείδητα, και να τον ξενίζει ή να τον φοβίζει οποιαδήποτε φωνή εναντιώνεται σε αυτήν. Ο φόβος αυτός κατά βάθος είναι φόβος για το νέο, το ανθρώπινο, το συλλογικό, το δημιουργικό, τη ζωή. Είναι το πρόσωπο του Θανάτου όταν βλέπει τον Έρωτα. Εμείς λέμε ότι είμαστε με τον Έρωτα.
Τό είδα ΕΔΩ, μού άρεσε, συμφωνώ γιατί πάντα αυτό τό πνεύμα μέ διακατείχε καί ώς μπλόγκερ καί ώς ζωγράφος!