|
του Δημήτρη Παπαγεωργίου |
Σχεδόν 70.000 φίλαθλοι βρέθηκαν στο στάδιο Corinthians του Σάο Πάολο
στις 12 Ιουνίου για να παρακολουθήσουν τον εναρκτήριο αγώνα του
Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εκατομμύρια ακόμη μαζεύτηκαν γύρω από τηλεοράσεις
στα σπίτια τους ή σε καφετέριες, προκειμένου να παρακολουθήσουν όχι
μόνον τον αρχικό, αλλά και τους επόμενους αγώνες του συγκεκριμένου
τουρνουά ποδοσφαίρου. Είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή.
Οι αριστεροί χρησιμοποιούν ευρέως μία παραλλαγή ενός ρητού του Μαρξ περί
θρησκείας, για να περιγράψουν το ποδόσφαιρο και τα συναισθήματα που
αυτό προκαλεί. Πρόκειται για την φράση «το ποδόσφαιρο είναι το όπιο του λαού»,
που αναφερόταν αρχικά όταν ειπώθηκε από τον Μαρξ στην θρησκεία. Η φράση
αποδίδεται στον Ιταλό προπονητή Αρίγκο Σάκι και χρησιμοποιείται από
τους αριστεριστές προκειμένου να περιγράψει τη σύνδεση του ποδοσφαίρου
με τις λαϊκές μάζες.
Αυτή η αντίληψη σε μεγάλο βαθμό, αναπαράχθηκε πολύ στην χώρα μας, μετά
την νίκη της εθνικής μας ομάδα προχθές έναντι της Ακτής Ελεφαντοστού,
που σήμανε την για πρώτη φορά πρόκρισή της στην φάση των 16 του
Παγκόσμιου Κυπέλλου. Αριστεροί, δεξιοί, ακόμη και εθνικιστές,
πλημμύρισαν με «τσιτάτα» και «απόψεις» και σκιτσάκια το Διαδίκτυο,
προκειμένου να μας πείσουν ότι η πρόκριση της Εθνικής Ελλάδος δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα της χώρας μας,
ότι δεν βοηθά τις ... καθαρίστριες, ότι δεν μας επιτρέπει να είμαστε
εθνικά υπερήφανοι. Οι εθνικιστές μίλησαν μάλιστα για «πατριωτισμό της
μπάλας», αναφερόμενοι προφανώς στην χαρά και στους πανηγυρισμούς αυτών
των Ελλήνων οι οποίοι πολιτικά μπορεί να βρίσκονται σε οιονδήποτε χώρο
και ως εκ τούτου είναι «συνυπεύθυνοι» για την κατάντια της χώρας μας.
Προφανώς όλα τα παραπάνω αποτελούν αλήθεια. Είναι όμως αντιληπτά από
όλους όσους πανηγύρισαν χθες. Όλοι τα ξέρουμε τα παραπάνω. Το γεγονός
όμως ότι όλοι όσοι βρήκαν ευκαιρία να το παίξουν «υπεράνω» έμειναν σε
αυτά, αποδεικνύει ότι είναι άμεσα επηρεασμένοι, ότι και εάν δηλώνουν ως
«άποψη» ή «ιδεολογία» τους, από τον απόλυτο «υλισμό» της Αριστεράς, που θέλει τον άνθρωπο κυρίαρχα οικονομικό ον
και δεν αναγνωρίζει ουδεμία «μεταφυσική» (ή κατά την άποψη του
γράφοντος απόλυτα φυσική και συνδεδεμένη με την επί εκατοντάδες χιλιάδες
χρόνια εξελικτική πορεία του είδους μας) ποιότητα που να επηρεάζει τον
μέσο άνθρωπο.
Κανείς από όσους πανηγύρισαν δεν πίστεψε ότι με την επιτυχημένη εκτέλεση
του πέναλτι στο 93’ και την πρόκριση που εξασφαλίσθηκε, λύθηκε κάποιο
ζωτικό πρόβλημα της χώρας. Παρόλα αυτά ότι και εάν ψήφισε αυτός που
πανηγύρισε, απέδειξε στον εαυτό του ότι παραμένει μετα-λογικά
συνδεδεμένος με ένα γαλανόλευκο χρώμα, ότι ψάχνει αφορμή εν μέσω μίας
πολύς δύσκολης εποχής, για να αποδείξει το πόσο σημαντική είναι γι’
αυτόν αυτή η «παράλογη», η «αντιδιαφωτιστική» αν θέλετε, σύνδεση του με
ένα «πανί» και με μία ποδοσφαιρική ομάδα η οποία «καθαγιάζεται» εκείνη
την στιγμή – ακόμη και εάν αποτελείται από κωλόπαιδα, φιγουρατζήδες,
κλαρινογαμπρούς, πολύ καλούς επαγγελματίες ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να
χαρακτηρίσει έναν ποδοσφαιριστή – μέσω του αγωνιστικού της χαρακτήρα και
αποτελέσματος. Γιατί εκείνη την στιγμή που παίζει με την φανέλα της
Εθνικής, ο ποδοσφαιριστής δεν είναι ένας επαγγελματίας, αλλά ένας εκπρόσωπος του έθνους των ζώντων, των νεκρών και των αγέννητων κατά Τσέστερτον.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι είναι ακριβώς αυτή η προνεωτερικότητα στην βάση της ίδιας της διοργάνωσης
του κάθε Μουντιάλ, αλλά και των ηπειρωτικών διαγωνισμών που είναι η
εξήγηση για την ταύτιση των εθνών με τους 11, αλλά και η εξήγηση για
αυτά τα «παράλογα» συναισθήματα, που δεν μπορούν να τα εξηγήσουν οι homo
economicus. Όχι δεν είναι η μπάλα το σημαντικό, αλλά η επανανακάλυψη
(έστω και για λίγο) της συλλογικής ταυτότητας.
Και το ίδιο σε ένα μεγάλο βαθμό ισχύει και με τους ποδοσφαιρικούς
συλλόγους. Το γεγονός ότι εκατομμύρια νέοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο
ταυτίζονται με αυτούς, με φανέλες και οτιδήποτε άλλο δεν αποτελεί κάτι
το αξιοπερίεργο για όποιον κατανοεί την ανθρώπινη φύση. Την ανθρώπινη φύση που ψάχνει αφορμές για να βρεθεί σε οιαδήποτε ομάδα, να αποτελέσει μέρος της.
Και για να μην το παραφιλοσοφήσουμε, ας αρκεστούμε στα εξής: Οι
περισσότεροι από τους Έλληνες σήμερα, σε αυτή την πολύ δύσκολη εποχή δεν
έχουν σχεδόν κανέναν λόγο για να αισθάνονται υπερήφανοι ως Έλληνες.
Βλέπουν γύρω τους μόνον ταπεινώσεις, απογοήτευση και τραγικές
καταστάσεις. Και αρπάζουν από τα μαλλιά την οιαδήποτε ευκαιρία τους
δοθεί για να αισθανθούν περήφανοι. Ένα πέναλτι; Αληθινό ή λάθος του
διαιτητή; Δεν έχει σημασία. Έχουν την ευκαιρία να ανυψωθούν ηθικά, να κοινωνήσουν την συμμετοχή τους στο συλλογικό ασυνείδητο που λέγεται ράτσα. Και μπορούν να το κάνουν δίχως τύψεις και φόβο μήπως χαρακτηρισθούν φασίστες, ακραίοι και ρατσιστές.
Ως εθνικιστές όμως εμείς θα πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι τέτοιου είδους
διαδικασίες, μπορεί να μην επηρεάζουν πρακτικά την καθημερινότητά μας,
αλλά αποτελούν «σπάσιμο» των αλυσίδων της πολιτικής ορθότητας και του υλισμού
που δένει τους συμπατριώτες μας. Η διαδικασία του 2004 και του Euro
ήταν ευεργετική για την πατρίδα μας. Γιατί; Γιατί απενεχοποίησε την
ελληνική σημαία, την οποία τότε έφεραν με υπερηφάνεια μόνον οι
«ακραίοι». Γιατί έδωσε την ευκαιρία σε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να
βρεθούν ως κοινότητα –διαφοροποιημένη από τους μετανάστες και ως εκ
τούτου και τα επεισόδια τότε – εντός των κέντρων των πόλεων τους, με
κοινά συνθήματα που δεν τους έθεταν τον έναν εναντίον του άλλου – όπως
σε κομματικές ή άλλου είδους συγκεντρώσεις – αλλά ως σύνολο.
Ο Σμιντ έλεγε ότι μόνον στο πρόσωπο του άλλου ανακαλύπτεις την δικιά σου ταυτότητα,
την δικιά σου ιδιοπροσωπία. Και γι’ αυτό τα Μουντιάλ είναι τόσο
επιτυχημένα, γι’ αυτό τα Μουντιάλ (που μία δράκα επιχειρηματιών τα
εκμεταλλεύεται εμπορικά) αποτελούν το κέντρο της προσοχής ολόκληρου του
κόσμου. Γιατί παρόλα τα παραπάνω, αποτελούν μέσα σε έναν
παγκοσμιοποιημένο, πλαστό εν πολλοίς κόσμο, βασισμένο και χτισμένο γύρω
από τις «οικονομικές» ανάγκες κάποιων, στιγμές που φέρουν στην επιφάνεια
τον αληθινό χαρακτήρα των ανθρώπων. Τους επιτρέπουν να εκφράσουν την
ταυτότητά τους. Και αυτή εκφράζεται συνήθως με τα χρώματα των σημαιών
τους.
Και αυτό δεν θα το κατανοήσουν ποτέ όσοι ευνουχίστηκαν από τον υλισμό
και την «λογική» και δεν έχουν πια φαντασία, δεν έχουν την δυνατότητα να
συνδεθούν πνευματικά με ένα μάτσο από τυπάκια που κλωτσάνε απλά μια
μπάλα. Δεν θα μπορέσουν να αντιληφθούν τα ψήγματα της ηρωολατρείας, δεν
θα μπορέσουν να αντιληφθούν την μεταθρησκευτική πίστη στο σύνολο.