Η ΕΛΛΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΛΗ , ΟΥΤΕ ΧΩΡΟΣ, ΔΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΟΥΝ. ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ , ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟΝ , ΤΟ ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑ , ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΟΥΤΕ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ , ΟΥΤΕ ΥΠΟΤΑΣΣΕΤΑΙ , ΟΥΤΕ ΑΠΟΘΝΗΣΚΕΙ.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΣΣΑΣ



Μαζική Κουλτούρα

ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Στο εσωτερικό της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, η υποδούλωση του ανθρώπου είναι πολύπλευρη. Μέσα από τον χαρακτήρα και τη δομή που έχουν πάρει οι σύγχρονες κοινωνίες το άτομο καθίσταται αλλοτριωμένο. Σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των κοινωνικών δομών έχει αφενός η παραγωγική διαδικασία και αφετέρου η τεχνολογική οργάνωση της κοινωνίας.
Η ιδιώτευση και ο ατομικισμός που κυριαρχούν στο εσωτερικό της σύγχρονης κοινωνίας έχουν σαν αποτέλεσμα την «υποδούλωση» του ατόμου σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την αυθαίρετη πορεία της τεχνολογίας και της επιστήμης, που σταδιακά καθήλωσε τον άνθρωπο στις επιταγές της.
Το δομικό στοιχείο μιας κοινωνίας, ο άνθρωπος, μετατράπηκε σε «πολίτη» ταγμένο να υπηρετεί τις προσταγές της κυρίαρχης τάξης, αποξενωμένος από τον εαυτό του και εν συνεχεία από το κοινωνικό γίγνεσθαι, εσωτερικεύοντας τους δοσμένους κανόνες και τις δοσμένες ανάγκες που παράγει η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία και χάνοντας τη φαντασία της δημιουργικότητας και τη δημιουργικότητα της φαντασίας.
Ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας της εργασίας στο εσωτερικό της βιομηχανοποιημένης κοινωνίας παρουσιάζεται ως ορθολογιστικό χαρακτηριστικό της παραγωγής. Ο συνεχής καταμερισμός της εργασίας και των καθηκόντων παραγωγής βαδίζει παράλληλα με την τάση για πλήρη υποδούλωση του εργαζομένου στο σχέδιο παραγωγής που επιβάλλει η διεύθυνση παραγωγής ενσωματώνοντας τον άνθρωπο στη λογική ενός τέλειου μηχανικού συστήματος.
Ο καταναλωτισμός, μηχανισμός συντήρησης του καπιταλιστικού συστήματος, ως θεσμός εσωτερικεύθηκε με τον άνθρωπο να πουλά την εργατική του δύναμη για να έχει τη δυνατότητα να κερδίσει και να αγοράσει περισσότερα αγαθά για την ικανοποίηση των δοσμένων από την κοινωνία αναγκών του. Η ανορθολογικότητα του συστήματος, πυρήνας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου συμβίωσης, αποδεχόμενη από την κοινωνία ως η μόνη ορθολογική, κατόρθωσε τη διάλυση του κοινωνικού ιστού (π.χ. την εξάλειψη αλληλεγγύης και την απέχθεια για το διαφορετικό) και την επιβολή της λογικής της αγοράς εγκαθιδρύοντας το ατομικιστικό δόγμα και τον κομφορμισμό.
Η διατήρηση της εξουσίας προϋποθέτει τη μετάλλαξη της κοινωνίας σε μονοδιάστατη. Μονοδιάστατη κοινωνία αποτελούμενη από μονοδιάστατους ανθρώπους με μονοδιάστατη σκέψη, στο εσωτερικό της οποίας «η ορθολογικότητα να είναι ακόμα βυθισμένη στο ανορθολογικό. Είναι η εποχή στην οποία οι λέξεις και οι έννοιες έχουν διαφοροποιηθεί ως προς το περιεχόμενο και τη σημασία τους. Είναι η εποχή όπου η καταπίεση σημαίνει ελευθερία, η κατανάλωση δύναμη, ο έλεγχος ασφάλεια, ο φόβος σύνεση, η απάτη πολιτική, η υστερία χαρά. Κι είναι τόσο κοινά αποδεκτές έννοιες που έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε κοινωνικής αντιπολίτευσης και την απόρριψη κάθε μορφής αντίστασης. «Ο άνθρωπος σήμερα είναι ίσως περισσότερο ανίκανος από ποτέ να επιδράσει πάνω στον ίδιο του τον μηχανισμό. Όπως παρατήρησε ο Μπένζαμιν, είναι η εποχή που η αποχαύνωση της ανθρωπότητας βρίσκεται σε τέτοιο βαθμό που θα βιώσει την ίδια της την καταστροφή ως μια ύψιστη αισθητική απόλαυση.
Για τη διατήρησή της η εξουσία δημιούργησε μηχανισμούς χειραγώγησης. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της σχολής ανήκει στους Αντόρνο-Χορκχάιμερ το οποίο εκδόθηκε το 1944 με τίτλο «Η διαλεκτική του διαφωτισμού» ένα κείμενο του οποίου η επιρροή είναι έκδηλη στα επόμενα κείμενα των μελών τους. Στο κείμενο αυτό ο Aντόρνο κάνει λόγο για «βιομηχανία της κουλτούρας» εννοώντας μια μαζική κουλτούρα που χειραγωγείται μέσω μηχανισμών που ελέγχει η πολιτιστική βιομηχανία. Επομένως η τέχνη (η οποία αποτελεί μέρος της κουλτούρας) πρέπει να υφίσταται μια κριτική θεώρηση. Μια από τις θέσεις των μελών και του Marcuse ήταν η χειραγώγηση και η αλλοτρίωση του ατόμου είτε μέσω της υψηλής είτε μέσω της ευτελούς τέχνης.
Οι μηχανισμοί χειραγώγησης παρουσιάζουν μια αυταρχικότητα που καταλήγει σε ολοκληρωτισμό. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο καθυποτάσσουν τον άνθρωπο κατά το δοκούν. Η μαζική κουλτούρα δεν είναι δημιουργία της μάζας, αλλά ένας μηχανισμός χειραγώγησης, προϊόν βιομηχανικό, προορισμένο για τις μάζες. Προϊόν της βιομηχανίας της κουλτούρας.
Στα πλαίσια της μονοδιάστατης σκέψης και ζωής το «κενό» στην καθημερινότητα του ατόμου (ο προσωπικός του χρόνος) καλύπτεται από τις εκφάνσεις τις μαζικής κουλτούρας, μέσα στην αποπνικτική κοινωνία της αφθονίας : τηλεόραση, ραδιόφωνο, κινηματογράφος κ.α. . Μια μαζική κουλτούρα που μεταφέρει ιδέες και πεποιθήσεις με τη μορφή ενός προϊόντος, ενός εμπορεύματος που αισθητικοποιεί την ανορθολογικότητα του τεχνολογικού ορθολογισμού. Η μαζική κουλτούρα ταυτίζεται με την ανορθολογικότητα του ατόμου και ενισχύει την άλογη τυποποιημένη χωρίς φαντασία σκέψη του. Προσφέρει «φυγή από την πραγματικότητα και προετοιμασία για μια ακόμη εργάσιμη μέρα… όντας ο πιστός συνοδοιπόρος της καπιταλιστικής βιομηχανίας παραγωγής.


1. H Σχολή της Φρανκφούρτης

Ο όρος πολιτιστική βιομηχανία (ΠΒ) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα κείμενα των κοινωνικών επιστημόνων της Σχολής της Φρανκφούρτης (Hartley 2005a: 10). Ο Σαρίκας αναφέρει ότι πρόκειται για βασική έννοια της κριτικής θεωρίας τους, η οποία είχε ως στόχο την περιγραφή και ανάλυση της κατάστασης του ανθρώπου στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας. Υποστηρίζεται ότι τα άτομα είναι μοιρασμένα ανάμεσα στην «αλλοτριωτική και αλλοτριωμένη εργασία τους» και την «λατρεία» και κατανάλωση «περιττών και εφήμερων προϊόντων» κατά τον «ελεύθερο χρόνο» τους. Αυτή η συνθήκη, συνεχίζει ο Σαρίκας, σύμφωνα με την κριτική θεωρία, επιβάλλεται από την «κατεστημένη τάξη», η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τα άτομα (1984: 10). Σε αυτά τα πλαίσια, η μελέτη της μαζικής κουλτούρας (ΜΚ) και των τρόπων παραγωγής και λειτουργίας της, αναδεικνύεται σε σημαντικό πεδίο ανάλυσης, διότι αποτελεί όχημα κατεξοχήν ιδεολογικό επηρεάζοντας τα άτομα στην «ιδιωτική σφαίρα της ύπαρξής τους» (Ibid: 11), ενώ διέπει και χαρακτηρίζει με τρόπο όμοιο, όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης (Χορκχάιμερ, Αντόρνο [1953] 1984: 69).
Η ΜΚ περιγράφεται ως το αντίθετο της τέχνης (Λόβενταλ [1950] 1984: 144). Τα προϊόντα της χαρακτηρίζονται από «την τυποποίηση, τη στερεοτυπία, το συντηρητισμό, την ψευδολογία»…πρόκειται για… «χειραγωγημένα καταναλωτικά αγαθά» και σημαντικό ρόλο στην απρόσκοπτη αποδοχή τους από τα άτομα, παίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) και η διαφήμιση (Ibid: 153-4).
Σύμφωνα με τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο, πέρα από την αναπαραγωγή επί μέρους επουσιωδών διαφορών, η ΜΚ προωθεί και επιβάλλει το ίδιο βασικό μοτίβο παραγωγής πολιτιστικών προϊόντων. Σκοπός της είναι να καλύψει τις ανάγκες μεγάλου αριθμού ατόμων και για να το επιτύχει, απαιτείται η ανάπτυξη περιορισμένου αριθμού κέντρων παραγωγής και αντιθέτως, διευρυμένου δικτύου κατανάλωσης βάσει προσδιορισμένου σχεδίου ([1953] 1984: 70). Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι η ομοιομορφία των παραγόμενων προϊόντων, τα οποία είναι κατασκευασμένα με μαζικό – βιομηχανικό τρόπο, στοχεύει ακριβώς στην επιτυχή κάλυψη των προαναφερθέντων αναγκών. Η τεχνολογία, λειτουργώντας στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο του εγχειρήματος, διότι διασφαλίζει την λειτουργία και την ενότητά του (Ibid: 70-1).
Η συμπεριφορά των καταναλωτών αποτελεί οργανικό μέρος του συστήματος της λειτουργίας της ΜΚ, η οποία έχει απολέσει οποιαδήποτε δυνατότητα «αυθορμητισμού» και είναι υποταγμένη στους σκοπούς αυτών που ελέγχουν τις πολιτιστικές βιομηχανίες. Τους δίνεται η επίφαση της επιλογής ανάμεσα σε τύποις διαφορετικά προϊόντα, τα οποία όμως ουσιαστικά υπακούουν στον νόμο της ποσοτικοποίησης βάσει γενικών στατιστικών. Έτσι, γίνεται δυνατή η πρόβλεψη των αναγκών και των επιθυμιών του μεγαλύτερου δυνατού κομματιού του κοινού  «ώστε να μην ξεφύγει κανένας» (Ibid: 72-3).
Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο τονίζουν ότι στην ΜΚ, η «αξία», ως κριτήριο των πολιτιστικών προϊόντων, συνδέεται με το χρηματικό τους ανάλογο και μόνο, χωρίς αυτό να αντιστοιχεί στις «πραγματικές αξίες» όπως το νόημα (Ibid: 73). Αυτό το γεγονός, υποστηρίζουν, σε συνδυασμό με την εγγενή τους ομοιομορφία, αμβλύνει τις επιμέρους αισθητικές διαφορές, τεχνών και προϊόντων, όπου τον ενοποιητικό ρόλο έχει αναλάβει η τεχνολογία τυποποιώντας και διευκολύνοντας τις διαδικασίες παραγωγής. Συνέπεια αυτού είναι η κυριαρχία του παραμετροποιημένου μερικού, δηλαδή της προϋπολογισμένης λεπτομέρειας έναντι της ουσίας, η οποία επανέρχεται διαρκώς, κατά βάση απαράλλακτη, με την μορφή αυστηρά προκαθορισμένων «τύπων» (Ibidem).
Οι ίδιοι υπογραμμίζουν, ότι αυτή η καθολική σχηματοποίηση των προϊόντων που προσφέρει η ΜΚ, αφαιρεί την κριτική ικανότητα και την ενεργή συμμετοχή των ατόμων, δηλαδή την εξατομικευμένη εμπειρία των παραγόμενων έργων. Αποτέλεσμα αυτού είναι όχι μόνο η δίχως αντίσταση κατανάλωση των προϊόντων της, αλλά η ενσωμάτωσή των προκατασκευασμένων προτύπων της για τα άτομα, από τα ίδια, μέσω ενός οργανωμένου και ολοκληρωμένου συστήματος κωδίκων το οποίο εντέλει τα υποτάσσει στην θέλησή του (Ibid: 74 – 78). Οι δύο συγγραφείς αναφέρουν ότι και η περίπτωση «της διαφωνίας», δηλαδή της αντίδρασης κάποιου απέναντι στο σύστημα παραγωγής της ΜΚ, δεν εκφράζει σύγκρουση μαζί της, αλλά ουσιαστικά προτείνει νέους δρόμους διεύρυνσής της, ενεργώντας μέσα στο ήδη, από αυτήν, διαμορφωμένο πλαίσιο (Ibid: 82).
Ισχυρίζονται, επιπλέον, ότι η ΜΚ μέσω της προώθησης της κατανάλωσης και με πρόσχημα την εκδημοκρατικοποίηση της τέχνης, διέρρηξε τα σύνορα της «ελαφριάς» και της «σοβαρής» τέχνης. Συγκεράζοντάς τες και ενσωματώνοντας χονδροειδώς, ποιότητες της δεύτερης στην πρώτη, ανέδειξε την διασκέδαση σε βασικό τρόπο διάθεσης του ελεύθερου χρόνου. Η διασκέδαση ως ύψιστος στόχος διανοητικοποιήθηκε μέσω της σύνδεσής της με την κουλτούρα, έγινε αγαθό – ιδανικό για τις μάζες διευκολύνοντας την διαχείριση των σκέψεων και των συναισθημάτων τους, άρα και την πρόβλεψή τους (Ibid: 95 – 97). Την ίδια στιγμή απέδωσε στους γνώστες – ειδικούς της τέχνης την κατηγορία του ελιτισμού, δηλαδή της ταξικής αυτοδιάκρισής τους από την ευρύτερη κοινωνία, απονομιμοποιώντας τη φωνή της κριτικής τους αντίδρασης απέναντι στην ΜΚ (Ibid: 85 – 87).
Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο περιγράφουν τον καταναλωτή ως μη έχων την ικανότητα της σκέψης. Αυτό το αποδίδουν στην ανασυγκρότηση των νοητικών τους λειτουργιών από την εκμηχανισμένη και τυποποιημένη εργασία τους η οποία καθορίζει ως νοοτροπία πια την χρήση του ελεύθερου χρόνου με βάση το ίδιο αυτοματοποιημένο πρότυπο (Ibid: 88). Η ΜΚ, ισχυρίζονται, εγκλωβίζει τον καταναλωτή σε διαρκή προσπάθεια άντλησης ευχαρίστησης, η οποία προέρχεται από την κάλυψη αναγκών που τις δημιουργεί στα άτομα και τις κανοναρχεί, η ίδια (Ibid: 90, 91, 93). Πρόκειται, δηλαδή, για σύστημα κλειστό και αυτοτροφοδοτούμενο.
Για την ΜΚ οι άνθρωποι είναι κυρίαρχα καταναλωτές, κατέχοντας την δύναμη να τους κατευθύνει κατά το δοκούν, δημιουργώντας τους την ψευδαίσθηση της ελευθερίας της επιλογής. Καθιστά τον εαυτό της προνομιακό όχημα της ιδεολογικής προπαγάνδας των κυρίαρχων τάξεων, εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων την άνευ όρων συναίνεσή των υπολοίπων. Η ταύτισή τους άλλωστε με το γενικό και η συντριβή της ατομικότητάς τους αποτελεί βασική επιδίωξη της ΜΚ (Ibid: 99 – 100, 107).
Οι συγγραφείς αναφερόμενοι στην εμπορευματοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος, τονίζουν ότι στην ΜΚ, η τέχνη, η οποία αποτελούσε και παλαιότερα εμπόρευμα, δηλώνει ευθαρσώς και υπερτονίζει αυτό το χαρακτηριστικό της. Η μαζικότητα της παραγωγής της, εξασφαλίζει την χαμηλή τιμή της και την θέση της δίπλα στα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά, εγκαταλείποντας μεν, την πρότερη αυτονομία της ενισχύοντας την αίσθηση της καινοτομίας, δε (Ibid: 110). Ανιχνευσαν την αστική γενεαλογία της ΜΚ, όπου τα έργα τέχνης αντικαθιστούν την «σκοπιμότητά» τους με τους σκοπούς της αγοράς συνδέοντάς τα με την έννοια της χρησιμότητας, δηλαδή του ρόλου κάλυψης των ατομικών αναγκών. Το έργο τέχνης γίνεται «χρήσιμο», δηλαδή χρηστικό. Αποκτά ανταλλακτική αξία, η οποία ορίζεται με όρους αγοράς. Το έργο τέχνης χάνει την ιδιότητα του της προσφοράς καλλιτεχνικής απόλαυσης και ικανοποιεί ανάγκες. Η κοινωνική αξία αντικαθιστά την καλλιτεχνική και ο εμπορευματικός χαρακτήρας «πραγματώνεται πλήρως» (Ibid:111-2).
Για τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο, τα «υποβαθμισμένα», χαμηλής – προσιτής τιμής προϊόντα της ΜΚ, χάνοντας τον «γνήσιο εμπορευματικό τους χαρακτήρα» (Εννοούν την αξία τους ως εμπορεύματα πριν την έλευση της ΜΚ, πριν δηλαδή η καλλιτεχνική αξία αντικατασταθεί από την κοινωνική αξία), δεν προώθησαν εν τέλει την εκδημοκρατικοποίηση της τέχνης (Ibid: 113). Δεν έφεραν, δηλαδή, στις μάζες, βάσει ενός φιλελεύθερου προγράμματος, την τέχνη, που πρωτύτερα ήταν προνόμιο των ολίγων. Αυτό που ισχυρίζονται ότι συνέβη, ήταν η δημιουργία των συνθηκών που προκάλεσαν «την παρακμή της κουλτούρας και…. τη βάρβαρη ασυναρτησία των πνευμάτων» (Ibid: 114).
Ο Χορκχάιμερ, σε προηγούμενο κείμενό του, διαπιστώνει την ισοπεδωτική ενέργεια του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής στα άτομα και την συνακόλουθη αντικατάσταση της προσωπικής ζωής από τον «ελεύθερο χρόνο», ο οποίος κατακλύστηκε από τα προϊόντα της ΜΚ. Συνέπεια αυτού ήταν η απώλεια της ικανότητάς τους να υπερβαίνουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, κυριαρχεί η κοινοτοπία και η καταπίεση και να μεταβαίνουν σε έναν άλλον, ιδιωτικό – εσωτερικό, αυτόν της τέχνης, όπου η προσωπική – διανοητική προετοιμασία τους για την αλλαγή του πρώτου ήταν δυνατή. Δηλαδή, διά της απώλειας της ατομικότητας στην καλλιτεχνική δημιουργία και της αντικατάστασής της από την μαζικότητα της παραγωγής, διεφθάρη η τέχνη ως καλλιτεχνική δημιουργία και συνεπώς έχασε την δυνατότητά της να τροφοδοτεί τα άτομα με εφόδια αντίστασης έναντι του καπιταλιστικού οικονομικού και εξουσιαστικού συστήματος που τα καταδυναστεύει (Χορκχάιμερ [1941] 1984:49, 51, 52, 54).

2. Οι εξελίξεις κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980

Σύμφωνα με τον Hartley, η αντίληψη περί ΠΒ όπως αυτή περιγράφηκε από τους ερευνητές της Σχολής της Φρανκφούρτης, έχασε το αρνητικό της πρόσημο στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Στα πλαίσια της πολιτιστικής πολιτικής, ο όρος απέκτησε περιεχόμενο εκδημοκρατικοποίησης και ισότητας, ενώ η σημαντικότερη εξέλιξη σε επίπεδο πολιτικής (policy) ήταν ότι τους αναγνωρίστηκε η δυνατότητα να συμβάλουν στην κρατική οικονομική ανάπτυξη. Την ίδια περίοδο, η βιομηχανία των ΜΜΕ εντάσσεται. από την ρητορική της πολιτιστικής πολιτικής, στις πολιτιστικές βιομηχανίες, ώστε να τεθούν υπό το πλαίσιο της κρατικής πολιτικής (2005: 13).
Σκοπός ήταν, στα πλαίσια του στόχου για την ενίσχυση της οικονομίας, να πεισθούν τα κράτη να χρηματοδοτήσουν τις πολιτιστικές βιομηχανίες. Παράλληλα, η συγκεκριμένη επιλογή είχε ως αποτέλεσμα να «προστατευθεί» ο εθνικός χαρακτήρας των τελευταίων (Ibid:14). Όταν έγινε αντιληπτή η δυναμική τους, τα κράτη επιδίωξαν περαιτέρω τη ρύθμιση και την επέμβασή τους (Cunningham 2002: 5).
Σύμφωνα με τον Hesmondhalgh, εκείνη την περίοδο συμβαίνει η αντιληπτική στροφή από την πολιτιστική βιομηχανία, όπως αυτή είχε θεωρητικοποιηθεί από την κριτική πολιτική οικονομία του 1960 και πρωτύτερα, στις πολιτιστικές βιομηχανίες. Ο συγγραφέας εστιάζει κυρίως στους εκπροσώπους της από την Β. Αμερική, όπως ο Chomsky, ο Shiller και άλλοι. Σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, η πολιτιστική βιομηχανία αποτελεί ενιαίο πεδίο, το οποίο κατέχει υψηλή επικοινωνιακή δύναμη επί των κοινωνιών. Αυτή γίνεται αντιληπτή με την μορφή είτε του κρατικού ελέγχου, είτε των ιδιωτικών συμφερόντων της επιχειρηματικής ιδιοκτησίας (Ibid: 2).
Ο Hesmondhalgh όμως, αντλώντας από το έργο του Miege, αλλά κυρίως του Garnham μας παρουσιάζει την αλλαγή αυτής της ανάλυσης, η οποία αδυνατούσε να αναγνωρίσει την «μεταμόρφωση των καλλιτεχνικών πρακτικών» λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων (2008: 1). Επίσης, έδινε μια «παράδοξη έμφαση στις αγορές και τα εμπορεύματα», αντί να στραφεί «στον πολιτισμό σαν βιομηχανία, ως διαδικασία παραγωγής με τα όρια και τα προβλήματά της» (Ibidem). Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας τονίζει ότι εσφαλμένα δεν αναγνωρίστηκε η έντονη εσωτερική διαφοροποίηση στα χαρακτηριστικά και τις διαδικασίες λειτουργίας των πολιτιστικών βιομηχανιών. Κυρίως όμως υπογραμμίζει ότι δεν έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι ο όρος πολιτιστικές βιομηχανίες εκτός από περιγραφικός ενός συγκεκριμένου τομέα παραγωγής, πάνω από όλα αποτελεί μια ξεχωριστή προσέγγιση αυτού (Ibid: 1, 2).
Συνεχίζοντας, με βάση το πεδίο ανάλυσης των βιομηχανικών οικονομικών, παρουσιάζει ως σημαντικότερο πρόβλημα των πολιτιστικών βιομηχανιών την συσσώρευση κεφαλαίου. Εξηγεί, ότι οι επενδύσεις στον τομέα χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου λόγω της αδυναμίας πρόβλεψης της επιτυχίας στην κατανάλωση των πολιτιστικών προϊόντων την ίδια στιγμή που τα κόστη παραγωγής τους βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο (Ibid: 2). Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι είναι σύνηθες τα πολιτιστικά προϊόντα, ενώ προορίζονται για προσωπική κατανάλωση, να τείνουν στη συνέχεια να λαμβάνουν τον χαρακτήρα δημόσιων αγαθών, δηλαδή να καταναλώνονται οι ίδιες μονάδες από πολλούς καταναλωτές. Η αδυναμία πλήρους ελέγχου της διανομής των προϊόντων δημιούργησε φαινόμενα όπως η πειρατεία. Αποτέλεσμα αυτού είναι σημαντικές οικονομικές ζημίες, ωθώντας επιχειρήσεις και κυβερνήσεις στην προσπάθεια περιορισμού τους, μέσω νομοθετημάτων copyright ή δημιουργίας συνθηκών τεχνητής έλλειψης. Η εστίαση πλέον περνά από την παραγωγή, στην προώθηση και το κύκλωμα διανομής (Ibid: 2, 3).
Η σύνδεση των πολιτιστικών βιομηχανιών με την δημόσια πολιτική δημιουργεί τον πρώτο αντίκτυπό της στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οπότε και παράγεται σχετική έκδοση από την UNESCO (Ibid: 3). Ο Hesmondalgh, σημειώνει ότι ήδη από το τέλος του ‘ΒΠΠ παρατηρείται σταδιακή μετατόπιση κρατικών επιδοτήσεων από τις καλές τέχνες στις τέχνες γενικότερα με τάση να περικλείονται ολοένα και περισσότερο «δημοφιλείς» κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ο κινηματογράφος και οι λαϊκές τέχνες (Ibidem).
Παρατηρεί, όμως, ότι οι σημαντικότερες εξελίξεις μεταξύ πολιτιστικών βιομηχανιών και πολιτιστικής πολιτικής ξεκινούν από τις αρχές του 1980. Στον Δήμο του  Λονδίνου, το 1983 αξιολογείται για πρώτη φορά η δυναμική των εμπορικών μορφών τέχνης και της ραδιοτηλεόρασης ως διαμορφωτικοί παράγοντες του καλλιτεχνικού γούστου και των επιλογών του κοινού. Παράλληλα οι πολιτιστικές βιομηχανίες γίνονται αντιληπτές ως μέσα οικονομικής αναζωογόνησης. Την ίδια περίοδο αυτή η άποψη εδραιώνεται και αλλού, όπως στην Γλασκώβη και το Μπιλμπάο (Ibid: 3, 4). Όπως όμως θα δούμε επόμενο μέρος, η ουσιαστική σύγκλιση πολιτιστικών βιομηχανιών και πολιτιστικής πολιτικής θα συμβεί στη δεκαετία του 1990. Ο πολιτισμός ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης σε τοπικό αλλά και εθνικό επίπεδο στα πλαίσια των αγορών  θα μετουσιωθεί για πρώτη φορά σε δημόσια πολιτική στην Βρετανία του Μπλερ και εντός της νέας οικονομίας (Ibid: 4).
Πηγή
 Όλο τό άρθρο ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τό Ναύπλιον

ΠΛΑΤΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ

Χρονοχάρτης τῶν πυρηνικῶν δοκιμῶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Β’ΠΠ μέχρι τὸ 2000

.

.

ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ