Η ΕΛΛΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΛΗ , ΟΥΤΕ ΧΩΡΟΣ, ΔΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΟΥΝ. ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ , ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟΝ , ΤΟ ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑ , ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΟΥΤΕ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ , ΟΥΤΕ ΥΠΟΤΑΣΣΕΤΑΙ , ΟΥΤΕ ΑΠΟΘΝΗΣΚΕΙ.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΣΣΑΣ



Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα.


54267015 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
 
 Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα,
 εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου» Αθήνα Οκτώβριος 1974.
 
Σημείωση: ο πατέρας Χαράλαμπος υπηρετούσε τότε την Πατρίδα στο Σώμα του 39ου Συντάγματος των τσολιάδων της πρώτης γραμμής στην Αλβανία.

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ

Στρατοπεδευμένοι οι τσολιάδες του Μεσολογγίου έξω στα χωράφια του Αγρινίου.

Μόλις είχε κτυπήσει ο φθινοπωρινός ήλιος και έλουζε με το εκθαμβωτικό του φως τις λίμνες και τα χωριά. Ηρεμία παντού.

Τίποτε δεν πρόδιδε τη θύελλα και την Καταιγίδα.

Οι αγρότες αμέριμνοι βοσκούσαν τα ζωντανά τους.

Οι ζευγολάτες όργωναν τη γη τους. Άρχισαν πρωί πρωί τις δουλειές τους.
Ήταν Δευτέρα. 28 Οκτωβρίου του 1940.

Να! φάνηκε ο διοικητής με το αυτοκίνητο στους στρατοπεδευμένους.

Συγκαλεί τους αξιωματικούς αμέσως και σπασμωδικά.

Σε όλα φαινόταν μια νευρικότητα.

Κάτι είπε στους αξιωματικούς και σε λίγα λεπτά, όλο το σύνταγμα ήταν συγκεντρωμένο με κατεύθυνση προς τα Γιάννενα.

Στήνουν μερικά οπλοπολυβόλα, ελλείψει αντιαεροπορικών.
Οι λοχαγοί, καθένας στο λόχο του, λέγει:

«Απόψε οι Ιταλοί άνανδρα μας κτυπήσανε πισώπλατα.

Θα τους τσακίσωμε.

Έτσι θα μάθουνε τι θα πη Έλληνες.

Χρησιμοποιήστε το έδαφος καλά.

Βαδίστε ακροβολισμένοι δια τον κίνδυνον των αεροπλάνων.

Με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας θα τους νικήσωμε».

Ακροβολίστηκε το σύνταγμα εκατέρωθεν του δρόμου, σε μεγάλο πλάτος, κι’ άρχισε η πεζοπορία.

Σε κάποια στιγμή περάσανε Ιταλικά αεροπλάνα.

Κυπήσανε τότε την Πάτρα.

Αχ! τι κακό είπαμε, έκαμαν τότε στα αδέλφια μας στην Πάτρα!

life-evzone-cover

Το πρώτο θαύμα στο Αργυρόκαστρο
 Θα έκανε μεγάλο κακό η αεροπορία τους την πρώτη ημέρα του πολέμου, αλλά ο Θεός εβοήθησε εξ αρχής τους Έλληνες στον πόλεμο του ‘40.

Και να πως:

Τα Ιταλικά αεροπλάνα ήτανε, εκείνο το πρωινό, στις 28 Οκτωβρίου συγκεντρωμένα στο αεροδρόμιο του Αργυροκάστρου.

Ήταν έτοιμα, φορτωμένα με βόμβες προς εκκίνησιν.

Ο σκοπός τους ήτανε να βομβαρδίσουν όλες τις πόλεις της Ελλάδος και όλους τους συγκοινωνιακούς κόμβους.

Θα παρέλυαν τα πάντα. Θα έσπερναν τον όλεθρο και θα εμπόδιζαν την επιστράτευσι των Ελλήνων και έτσι αυτοί θα κατέβαινον ανενόχλητοι να πάρουν τον καφέ στην Αθήνα, όπως έλεγαν.

Οι Ιταλοί πιλότοι συγκεντρωθήκανε στο Διοικητήριο να πάρουν το ρόφημά τους και τις τελευταίες διαταγές.

 Εδώ έβαλε ο Θεός το χέρι του και υπεράσπισε τον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων.
Την ίδια μέρα πρωί- πρωί, ξεκινήσανε από το ελληνικό έδαφος δύο δικά μας αεροπλάνα -δεν είχαμε και πολλά-.

Προχωρήσανε μέσα στην Αλβανία, στο κατεχόμενο υπό των Ιταλών έδαφος.
Εκεί ρίξανε μερικές βόμβες.

Στο ένα όμως αεροπλάνο επέβαινε ένας θεολόγος, ονόματι Σαράτσης.

Του είχε μείνει ακόμη μία βόμβα.

Επιστρέφοντας, συμπτωματικά την πέταξε κοντά στην Ιταλική βάση, στο Αργυρόκαστρο.

Η βόμβα όμως αυτή αποδείχθηκε θαυματουργή.

Έπεσε μέσα στην αίθουσα του Διοικητηρίου, που ήτανε συγκεντρωμένοι οι Ιταλοί πιλότοι!

Προκάλεσε μεγάλη καταστροφή!

Το Ιταλικό επιτελείο τα έχασε.

Ενόμισαν, ότι οι Έλληνες έχουν αρτίαν οργάνωσιν και μέγα δίκτυο κατασκοπείας.

Έτσι όμως ματαιώθηκε το σχέδιο του κεραυνοβόλου βομβαρδισμού.

Εκτός λοιπόν από την πόλη των Πατρών καμμία άλλη πόλις δεν βομβαρδίστηκε.
Η επιστράτευσις έγινε παντού κανονικά και οι γενναίοι μας προχώρησαν προς το Μέτωπο.

34225255325322

Στεναγμός
 Μόλις αντήχησαν ο πρώτες σειρήνες, το αλησμόνητο εκείνο πρωινό της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου, κατάλαβε αμέσως ο λαός περί τίνος πρόκειται.
Πόλεμος! Πόλεμος!

Μας επετέθη η Ιταλία!

Αντί όμως να τρομάξουν, να ανησυχήσουν, κατελήφθησαν από ενθουσιασμό οι νέοι, αλλά και γέροι.

Μικροί και μεγάλοι.
Ήταν η ώρα 8 το πρωί.

Στην Νέα Ιωνία των Αθηνών, ένα βορεινός συνοικισμός της πρωτευούσης, οι κάτοικοι ομάδες – ομάδες σχολιάζανε τα γεγονότα.

Έξαφνα έκαναν την εμφάνισί τους στον εργατικό συνοικισμό δύο επίσημα αυτοκίνητα!
Ο Βασιλιάς!
Ο Μεταξάς!

Σαν αστραπή διαδόθηκε η είδησις σ’ ολόκληρο τον συνοικισμό και σε λίγο μια κοσμοθάλασσα περιέβαλε τα αυτοκίνητα, ενώ οι ζητωκραυγές του πλήθους έδιναν τον τόνο παλλαϊκού πανηγυριού.

Ουδέποτε Ανώτατοι Άρχοντες αποθεώθησαν με τόσην ειλικρίνεια και τόσον αυθορμητισμό από τον λαό τους, όσον ο Μεταξάς και ο Βασιλεύς στη Νέα Ιωνία το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου.

555555555Συλλαλητήριο
 Αν αυτά συνέβαιναν στους συνοικισμούς, δεν υστέρησε το κέντρον των Αθηνών.
Στις 11 το πρωί ο χώρος της πλατείας Κλαυθμώνος, τα προπύλαια του Πανεπιστημίου και όπου υπήρχε ελεύθερη περιοχή, είχε μεστώσει από κόσμο.

Διάφοροι ομιληταί -μεταξύ των οποίων και ό ακαδημαϊκός Μελάς- ενεπνέοντο από τον ενθουσιασμό του πλήθους και εξυμνούσαν την αξιοπρέπειαν και την συνείδησι ηθικής ευθύνης, με την οποία δέχθηκαν την κήρυξι του πολέμου.

Επί κεφαλής στη κοσμοθάλασσα εκείνη ήταν οι Δωδεκανήσιοι και οι Κύπριοι φοιτηταί, που ζητούσαν να καταταγούν σε εθελοντικά Σώματα και να φύγουν αμέσως για το Μέτωπο.

«Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους Σου Θεοτόκε…».

Ποτέ οι Ναοί των μεγάλων αστικών κέντρων δεν είχαν πλημμυρίσει ασφυκτικά από λαό, όσον τότε.

Άνθρωποι πάσης ηλικίας, άνδρες και γυναίκες κατέφευγαν στην Εκκλησία και κατά την Θείαν Λειτουργία, αλλά και τα απογεύματα, στις ειδικές παρακλήσεις.
Γονατιστοί και με δάκρυα, επεκαλούντο την βοήθεια της Παναγίας. Δι’ άλλην μίαν φοράν ξαναζούσε η βυζαντινή πίστις εις την Υπέρμαχον Στρατηγόν.

Όλα δύσκολα
 Ξαναγυρίζομε τώρα στην αφήγησί μας.
Οι τσολιάδες του Μεσολογγίου εβάδισαν την ημέρα αυτή της 28ης Οκτωβρίου 55 χιλιόμετρα πεζοπορία.

Και ήταν φορτωμένος τουλάχιστον 40 κιλά ο καθένας.

Γυλιός, σκαπανικά εργαλεία, όπλα κλπ.

Φθάσαμε στη λίμνη της Αμβρακίας τα μεσάνυχτα.

Ήταν όλοι κατάκοποι.

Και ενώ ο καιρός, σκοτεινιασμένος, έδειχνε πως θα βρέξη, κανένας δεν έστησε σκηνή.

Γιατί όμως τόση ταλαιπωρία και αργοπορία;

Διότι δεν υπήρχαν συγκοινωνιακά μέσα.

Έπρεπε να πάμε με τα πόδια στο Μέτωπο, στην Αλβανία.

Την άλλη μέρα αναπαυθήκαμε κρυμμένοι κάτω από τα δένδρα δια την εχθρικήν αεροπορίαν, για να βαδίσωμε την νύχτα.

Μόλις σουρούπωσε και ξεκίνησε το σύνταγμα, άρχισε ραγδαία βροχή.

Στην Άρτα φθάσαμε πεζοπορία.

Είμεθα κατάκοποι.

Πόσο ποθητός γίνεται ο ύπνος στην μεγάλη κούραση και την ταλαιπωρία!

Και εκεί το βράδυ μόλις σταματήσαμε, για να κοιμηθούμε μας φώναξαν:
Αναχώρησις…

Την διμοιρία μου την επιβιβάσανε ένα παμπάλαιο σκουριασμένο λεωφορείο.

Μου έδωσε διαταγή ο λοχαγός Ταβουλάρης, (καλός και γενναίος, σκοτώθηκε κατόπιν στο Σκρά, στο συμμοριτοπόλεμο. Θεός σχωρές τον).

Όπου σταματήσετε -μου είπε- θα τεθής υπό τας διαταγάς του εκεί αξιωματικού.
Εκείνες τις μέρες μας λέγανε οι αξιωματικοί:

– Στο μέτωπο νικούμε.

Προχωρούμε μέσα στην Αλβανία.

Ο «Παπανικολής» το υποβρύχιο βούλιαξε τόσα Ιταλικά πλοία…

Νεκρούς δεν έχουμε. Μόνο 3-4.

Γι’ αυτό ρώτησα το σωφέρ:
-Πόσο προχωρήσαμε μέσα στην Αλβανία;

Το πήραμε το Αργυρόκαστρο; Την Κορυτσά;

– Τι Κορυτσά μου λες! λέγει. Αυτοί φθάσανε στο Καλπάκι. Και υπάρχει κίνδυνος από τους Φιλιάτες, να ρίχτηκαν δώθε μπροστά μας. Μπορεί να μας έκοψαν τον δρόμο και εδώ που πάμε, να τους βρούμε μπροστά μας…

Ευτυχώς όμως κρατούσε ο Καλαμάς, ο παλαιός Αχέρων, που περνούσαν, όπως πίστευαν οι Αρχαίοι, οι ψυχές στον Άδη.
Προτού όμως φθάσουμε, με το παμπάλαιο λεωφορείο, στο Μπιζάνι, συναντήσαμε ερχόμενο άλλο λεωφορείο, με σβησμένα φώτα.

Από το φως του δικού μας οχήματος είδα πως ήταν φορτωμένο τραυματίες.

Σε λίγο είδα και δεύτερο λεωφορείο.

Τα ίδια και αυτό.

Κουβαλούσε λαβωμένους.

Πάλι έμεινα σιωπηλός. Δεν το είπα, για να μη μεταδοθή πανικός. Το όμως το αντιληφθήκανε όλοι οι τσολιάδες.
Έχει τραυματίες!

Είναι γεμάτο!

είπαν μερικοί.

Α! ώστε έχομε και τραυματίες, είπε ένας λιπόψυχος και συνέχισε:
– Εγώ όταν φθάσουμε, θα σηκώσω τα χέρια και θα παραδοθώ.

Τότε σηκώθηκα πάνω πικραμένος και οργισμένος μαζί και του είπα:
-Δεν ντρέπεσαι; Είσαι Έλληνας εσύ;

Δεν έχεις μάνα και αδελφή και σπίτι!

Θα αφήσωμε, λοιπόν, τους βρωμοϊταλούς ν’ ατιμάσουν την οικογένειά μας;
-Να ζήσω εγώ είπε και ας γίνη κεραμιδαριό.

-Σκασμός ορέ δειλέ, φοβιτσιάρη, του είπαν όλοι μ’ ένα στόμα.
Ελούφαξε.

Δεν ξαναμίλησε.
Αυτό ήταν μια προσπάθεια καλλιεργείας ηττοπάθειας, αλλά δεν έπιασε.

Οι μελλοθάνατοι
 Ο παπάς της Αραχωβίτσας, σεβάσμιος Γέροντας με βαθιές χαρακιές, τις ρυτίδες του από τον χρόνο και τα βάσανα, αλλά και με μάτια που λαμπυρίζανε από την πίστι, ήλθε να μας τονώση.

– Παιδιά μου, είπε, σ’ αυτό τον δίκαιο αγώνα της λευτεριάς, ο Θεός είναι μαζί μας…

Μη φοβάσθε.

Με τη δύναμη της Παναγίας θα νικήσουμε.

Μετά τα ενθαρρυντικά αυτά λόγια τον πλησίασα και του είπα:
-Πάτερ, να εξομολογήσετε τους άνδρες και να τους κοινωνήσετε.
-Παιδί μου, εγώ δεν είμαι πνευματικός!

-Εφ’ όσον είσθε ιερεύς, είσθε και πνευματικός.

Έχετε τη δύναμη να συγχωρήτε αμαρτίες.

Η άδεια από τον Μητροπολίτη είναι τυπική.

Η Χάρις έρχεται την ώρα της χειροτονίας.

-Τότε ευχαρίστως να τους εξομολογήσω, είπε ο γέροντας. Αλλά πως να τους κοινωνήσω, αφού αυτοί δεν νηστέψανε, δεν προετοιμάσθηκαν…
-Όταν πεθαίνη κάποιος και σάς καλούν να τον κοινωνήσετε, ρωτάτε αν είναι μνηστεμένος;

– Μα εκείνος πεθαίνει…
-Και εμείς είμαστε μελλοθάνατοι.

Καλή η νηστεία προ της Μεταλήψεως.

Αλλά σε δύο -τρεις μέρες πόσοι από μας θα ευρίσκωνται στην άλλη ζωή!

Να φύγωμε, λοιπόν, έτσι, χωρίς την Θεία Κοινωνία!

Δος μας συνοδοιπόρο το Χριστό.

Την παραπάνω ημέρα η Εκκλησία της Αραχωβίτσας, που ήταν στο ψήλωμα, στ’ αγνάντια, έσφυζε από τους τσολιάδες.
Οι στρατιώτες είχανε κάνει χορωδία και έψελναν με πίστι και συγκίνησι.

Ο ήλιος εκείνη την ημέρα ήταν λαμπρότερος.

Κανένας δεν νοιαζότανε ούτε σκεφτότανε εκείνην την ημέρα τον εχθρόν.

Κανένας δεν πρόσεχε τους βομβαρδισμούς του εχθρού.

– Ο Θεός στον δίκαιο αγώνα μας θα είναι μαζί μας, όταν κι’ εμείς θα είμαστε μαζί με το Θεό. Θα τους δήτε τους επιδρομείς να φεύγουν σαν τα γαλιά. «Εις διώξεται χιλίους και δύο μετακινήσουσι μυριάδες», λέγει η Αγ. Γραφή.
Μετ’ ολίγον ηκούετο η φωνή του ιερέως:

«Σώμα Χριστού και Αίμα Χριστού μεταλαμβάνει ό δούλος του Θεού… εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Τα λόγια του κηρύγματος βγήκανε προφητικά.

Αλλά πως ήταν δυνατόν να μη συμβή έτσι, με τέτοιους αγνούς, πιστούς και γενναίους πολεμιστάς!
Το αποτέλεσμα αυτό το ξέρει πλέον ολόκληρος η Οικουμένη.

Ξέρει για τον θρίαμβο του ‘40, αλλά ξέρει και για τον ηρωισμό, που έδωσε τον θρίαμβο.

Στην Αμερική, όταν ακούγανε, ότι ήταν ένας Έλληνας, τον σήκωναν στα χέρια καταμεσής στο δρόμο.
Οι τσολιάδες, ο στρατός, η Ελλάδα ολόκληρη, ήταν συνδεδεμένη, με την πίστι στο Θεό.

Και τα στοιχεία της φύσεως.
 Το Καλπάκι πιέζεται αφορήτως.

Το Επιτελείον δίδει σήμα στον Μεταξά…

Στο κήρυγμα τους είπα:
-Δεν δυνάμεθα να βαστάξωμεν άλλο.

Ο Μεταξάς:
-Για τ όνομα του Θεού, κρατήστε και στέλνω ενισχύσεις.

Και τι ενισχύσεις! Έστελνε τον θρυλικό Δαβάκη από την Θεσσαλία και το 2ον και 3ον τάγμα των τσολιάδων του Μεσολογγίου!

Το πρώτο τάγμα έμεινε εκεί στον Καλαμά, για την αναχαίτησι των Ιταλών και κατόπιν προχώρησε στον παραλιακό τομέα και έφθασε στην πονεμένη Χειμάρρα.

Η διαταγή έφθασε στο Σύνταγμα των τσολιάδων, στην Αραχωβίτσα, βραδάκι.

Εκείνη την ώρα κατέβηκε από την φωτιά το καζάνι με τη φακή.

Χύνουν τη φακή για να μη καθυστερήσουν, και ξεκινούν νηστικά τα δύο τάγματα και με ραγδαία βροχή.

Ανεβαίνουν στη Βελτσίτσα και παρακάμπτουν τη Ζίτσα.

Εκεί πριν 150 χρόνια ο Άγιος Κοσμάς προφήτευσε την ανάστασι του Γένους. Φθάνουν στο Πρωτόπαπα.
Η βροχή συνεχίζεται.

Δρόμο δεν βλέπουν.

Στον κάμπο τα πόδια βουλιάζουν στα σπαρμένα χωράφια. Σ’ ένα σημείο μάλιστα προχώρησαν οι πρώτοι και έμειναν πίσω οι άλλοι.

Κόπηκε η φάλαγγα…
Η πορεία ήταν δύσκολη και το σκοτάδι πηχτό.

Θα ήταν περίπου τρεις τα μεσάνυχτα, τότε που κόπηκε η φάλαγγα.
Ο αξιωματικός Τσίπουρας, (Θεός σχωρέστον σκοτώθηκε αργότερα), μου είπε προχώρει, μήπως τους φθάσης…

Προχώρησα μισή ώρα, αλλά έχασα το δρόμο.

Ούτε τους πρώτους βρήκα, έχασα και τους πίσω.

Σταμάτησα κάτω από μια άγρια απιδιά, ερημιά παντού. Έβρεχε, έβρεχε… Αίφνης ακούω ποδοβολητό αλόγων…
-Ποιοι είστε φώναξα.

-Τι κάνεις, λεβέντη μου, εδώ άκουσα μια φωνή.
Την γνώριζα την φωνή αυτή.

Ήταν του διοικητού μας Τζουμέρκα.

-Κόπηκε η φάλαγγα, διοικητά μου, του είπα. Χάσαμε τους πρώτους και έχω προχωρήσει για συνάντησί τους.

Εδώ τώρα τους περιμένω.
-Περίμενέ τους.

Και θα μας συναντήσετε επάνω στους Ασπραγγέλους.

Περίμενα. Στην κορυφή του μπροστινού μας βουνού ήταν το Μοναστήρι των Ασπραγγέλων.

Εκεί ό θρυλικός Κωστάκης, είχε εγκαταστήσει ένα βαρύ κανόνι.

Το είχε καμουφλάρει και κτυπούσε με θαυμαστή ακρίβεια τους Ιταλούς.

Τους ετάραξε.

Τα σμήνη των Ιταλικών αεροπλάνων, πετούσαν επάνω από τους Ασπραγγέλους, σαν σφήκες και άγρια σερσέγγια, χωρίς να μπορούν να βρουν στόχο και να βουλώσουν το κανόνι…
Ο δρόμος της νύχτας εκείνης ήταν σκληρός.

Πέρασε μια ώρα και η αγωνία μου μεγάλωνε. Τι θα γίνη;
Να, Κι’ έφθασε κομμένη η φάλαγγα.

Μόλις πλησιάσανε, τους είπα την εντολή, που είχε δώση ο Συνταγματάρχης.
-Κατεύθυνσι προς τους Ασπραγγέλους! φώναξα.

-Και πιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε!
-Να προχωρήσουμε το μονοπάτι, τους είπα. Και να βγούμε στην μεγάλη κορυφή του βουνού…

Ευτυχώς σε λίγη ώρα φθάσαμε στο δημόσιο δρόμο που πήγαινε στα Ζαγοροχώρια.

Ο κόπος, η κούρασις, η πείνα, η νύστα, ήταν αφόρητα.

Και όλα αυτά τα δεινά συμπλήρωνε μια καταρρακτώδης βροχή.

Φωνές ακούστηκαν μπροστά.

Ένας βαδίζοντας κοιμήθηκε όρθιος κι’ έπεσε κάτω από ένα γεφύρι.

Ευτυχώς όμως έπεσε πάνω σε πυκνόκλαδα δένδρα και γλύτωσε.

Μερικοί στρατιώτες έτρεξαν τότε να τον περιμαζέψουν…

Χαράματα βρεθήκαμε σ’ ένα εκκλησάκι.

Κάναμε τον σταυρό μας, ασπασθήκαμε τις εικόνες και προχωρήσαμε στο χωριό Ελάτη.

Εμείς μουσκεμένοι ως το κόκκαλο και ο βορηάς αλύπητα μας περόνιαζε με δυνατό και ψυχρό άνεμο…

Θεέ μου, τι κρύο ήταν εκείνο εκεί ψηλά στο βουνό.
Που να σταματήσης, να καθήσης, να κλείσης για λίγο τα μάτια σου!

Ξεχυθήκαμε σε καλύβες και σε κορμούς δένδρων… ήταν αδύνατο.

Δεν μπορούσαμε πουθενά να σταθούμε.

Ο Ψυχρός άνεμος δεν μας άφηνε σε ησυχία. Μας έδιωχνε από παντού.

Στην Ελάτη ζήτησα τον ιερέα.

Αγαθός και πτωχός και φιλόξενος.

Με πήρε στο σπίτι του.

Άναψε φωτιά και μου στέγνωσε τα ρούχα.

Ζέστανε νερό να πλύνω τα πόδια μου.

Αλλά ψωμί δεν είχε…
Και η πείνα ήταν ανυπόφορη.

Πήγα στον εφοδιασμό.

Πρόθυμοι εκεί μας μοιράσανε κουραμάνα και τυρί.
Γύρισα έπειτα στο σπιτάκι του ιερέως.

Είχε σουρουπώσει.

Είπα, δόξα σοι ό Θεός, θα κοιμηθώ απόψε. Θα χορτάσω ύπνο.

Μέσα στη γραμμή του πυρός
 Η πορεία μας εν τω μεταξύ συνεχίζεται.

Μπαίνουμε στη γραμμή του πυρός.
Αφήναμε αριστερά το Καλπάκι και προχωρούμε προς την Κραμπάλα.

Συναντούμε ηπειρώτη στρατιώτη, που πολεμούσε 15 ημέρες, δηλαδή από την 28η Οκτωβρίου.
Οι τσολιάδες κατείχοντο από την αγωνία του αγνώστου.

Πηγαίναμε πρώτη φορά στη μάχη.

Εκείνος μαυρισμένος από το μπαρούτι κι’ αξύριστος μας δίνει κουράγιο.
-Τους φάγαμαν παιδιά, μας λέγει τους τσακίσαμαν…

Προχωρήσαμε αρκετά.

Μας ήρχοντο τώρα οι οβίδες του Ιταλικού πυρπολικού.

Περνούσαν ψηλά και σκάγανε πίσω μας στους βράχους.
Εμείς απειροπόλεμοι, αλαφιαζόμασταν.

Εκείνος απτόητος έλεγε:

Μη φοβάστε, παιδιά.

Δεν είναι δική μας.

Πέφτει πίσω μας.

Όταν κάνη χλά – χλά η οβίδα πάει ψηλά και πέφτει πίσω.

Όταν όμως σφυρίζη τότε έρχεται επάνω μας.

Ένας τσολιάς έσωσε την Ελλάδα.
 Μεγάλη βεβαίως συμφορά μας βρήκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940.

Οι Ιταλοί μας κτύπησαν πισώπλατα.

Αλλ’ ημείς ξεσηκωθήκαμε όλοι μας, σαν ένας άνθρωπος, από τον Βασιλιά, ως τον τελευταίο τσολιά και τους αποκρούσαμε.

Ο μακαρίτης Μεταξάς αντέταξε το Λακωνικόν ΟΧΙ. Το διάγγελμα του Βασιλέως Γεωργίου ενεψύχωσε τον λαό, διακηρύσσοντας:
Με την βοήθεια του Θεού και της Παναγίας θα τους νικήσωμε.
Αλλά και το Γενικόν Επιτελείον στο πρώτο ανακοινωθέν έλεγε:
Με την βοήθεια του Θεού υπερασπίζομεν το πάτριον έδαφος.

Και ο κάθε Έλληνας έκανε το καθήκον του πιστά.
Ένας τσολιάς αναχαίτισε μόνος του τους Ιταλούς!

Αν δεν ήταν ο τσολιάς αυτός, ολόκληρος ο νευραλγικός τομέας του μετώπου θα είχε καταρρεύσει.

Η Ελλάς θα χανόταν.

Αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή.

Θα φθάνανε στην Αθήνα.

Οι Ιταλοί, όπως είπαμε, φτάσανε στο Καλπάκι. Η πίεσις από τον όγκο του εχθρού ήταν αφόρητη.
Οι καϋμένοι οι Έλληνες αμυνόταν με ότι διέθεταν: με λιανοντούφεκα, με όλμους, με πυροβολικό και με αντιαεροπορικά ακόμη που τα χρησιμοποιούσαν «δι’ ευθείαν βολήν».

Ο θρυλικός Κωστάκης, που φύτευε τις οβίδες του στα καζάνια των Ιταλών, έκανε θραύσι από την Ιερατικήν Σχολήν της Βελλάς με το πυροβολικό του και από το Μοναστήρι των Ασπραγγέλων με το «βαρέο» του.

Σαν να μην έφθαναν οι αλλεπάλληλες και λυσσώδεις επιθέσεις του εχθρού, να σου και ένας καταραμένος προδότης Κουτσόβλαχος.

Αυτός, σαν άλλος Εφιάλτης, οδηγούσε τους Ιταλούς να περάσουν από την αφύλαχτη στενωπό της Καραμπάλας.

Θα υπερφαλάγγιζαν έτσι το Καλπάκι.

Θα ξεχυνόταν στον κάμπο των Σουδενών και θα έφταναν στην Αθήνα να πάρουν καφέ στην πλατεία Συντάγματος, όπως έλεγαν.

Ευτυχώς το Στρατηγείον τους αντελήφθη και στέλλει τους τσολιάδες του Μεσολογγίου εναντίον τους.

Το 3ον τάγμα περνά την στενωπό και βαδίζει ανύποπτο εις τας υπωρείας προς συνάντησιν του εχθρού, τον οποίον ενόμιζεν πολύ μακρυά.

Αλλά ό εχθρός εβάδιζε από πάνω τους, στην κορυφογραμμή.

Πήγαινε για να καταλάβη την δίοδο.

Και αρχίζει αιφνιδιαστικά να βάλη κατά του Ελληνικού στρατού.

Οι αξιωματικοί, παλληκάρια όλοι τους, αρπάζουν μόνοι τους τα οπλοπολυβόλα και ορμούν κατά του εχθρού. Σκοτώνονται δυστυχώς, με πρώτον τον Χόρμοφα, τον λοχαγό και έτσι μένουν ακέφαλοι οι Έλληνες.

Αι! λοιπόν, στην κρίσιμη αυτή στιγμή εμφανίζεται ο τσολιάς Γιώργος Γαϊτάνης.

Αυτός με την αξιοθαύμαστη πρωτοβουλία του σώζει την κατάστασιν.
Ήταν από ένα χωριό της Ορεινής Τριχωνίδος, την Ανάληψι.

Ήταν συγχωριανός μου και γι’ αυτό τον εγνώριζα από μικρόν καλά.

Τσοπάνος ήταν και ως άξεστον τον είχαν όλοι. Αυτός όμως μέσα του έκρυβε ηρωϊκή καρδιά.

Ό δάσκαλός του δεν ήταν από εκείνους «τους προοδευτικούς που δεν θέλουν θρησκεία και πατρίδα στα παιδιά μας».

Του είχε εμπνεύσει την φιλοπατρία.

Και τώρα, που κινδυνεύει η πατρίδα και οι σφαίρες πέφτουν τριγύρω του βροχή, αρπάζει ένα οπλοπολυβόλο.

Κάνει το σταυρό του.

Σηκώνει το κεφάλι ψηλά.

Κυττάζει τριγύρω.

Φυσομανάει σαν μανιασμένο λιοντάρι και φωνάζει με φωνή Αίαντος:
-Ο λουχαγός ορέ που είναι ο λουχαγός;

O λοχαγεύων, ένας έφεδρος απειροπόλεμος, είχε προφυλαχθή, προς στιγμήν, ανάμεσα σε δύο πέτρες.

Τον ανακαλύπτει.
-Ντροπή σου, ορέ.

Τι καν’ς ιδώ ουρέ!

Τι μ’ τάλιγες τότε στου Μισουλόγγι, στου πιδίου ασκήσιουν;

Ιδώ σι θέλω.

Αν είσι γ’ναίκα να φουρέσης φουστάνια.

Κι’ αν είσαι άντρας, μπρουστά να πουλεμήσουμι.

Ο λοχαγός, από την ντροπή του, ώρμησε με το πιστόλι εναντίον των εχθρών.

Οι ηρωϊκοί τσολιάδες, καίτοι ακέφαλοι, με την λόγχη τους μόνον και την φωνή «αέρα» απώθησαν τον εχθρό ως τις θέσεις των πυροβόλων του.

Επειδή όμως δεν είχαν αξιωματικούς και δεν είχαν ξαναδή πως ήσαν οι Ιταλοί, εκτυπώντο αναμεταξύ τους.

Και επειδή επλησίασε κιόλας η νύχτα, επέστρεψαν για την αφετηρία τους.
Οι Ιταλοί όμως μόλις τους είδαν να υποχωρούν, τους πήραν από κοντά.

Ήθελαν με κάθε θυσία, να καταλάβουν την στενωπόν.

Και θα την κατελάμβανον ασφαλώς.

Θα γινότουσαν τότε κύριοι της καταστάσεως, θα εχύνοντο στον κάμπο των Σουδένων, θα υπερφαλάγγιζαν το αμυνόμενο Καλπάκι.

Θα έπεφτε η Ελλάδα!

Αλλά τότε αλλοίμονο!…

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή σώζει την κατάστασι ο Γιώργος.

Αυτός δεν οπισθοχωρεί.

Εκάθησε πίσω από ένα θάμνο με το οπλοπολυβόλο του.

Ο εχθρός ήταν στα 300 μέτρα και ο αξιωματικός του λέει:

-Ρίξε τους και να φύγουμε.
Όχι, ιγώ θα κάτσου ιδώ, άπαντά.

Ο εχθρός επλησίασε στα 200 μέτρα και ο αξιωματικός, που δεν σκεφτόταν μόνο το Γιώργο, αλλά και το πολυβόλο, διότι είχαν ελάχιστα, του επαναλαμβάνει:
-Ρίξε τους σου λέγω και να πάμε.

Θα μας πιάσουν.

-Ιγώ δεν φεύγου σύπα.

Αν σκιάζισι συ άϊντε.
Ο εχθρός έφτασε στα 100 μέτρα και ό αξιωματικός, που αγκιστρώθηκε εκεί του τονίζει επίμονα:
-Ρίξε τους, μωρέ, και θα μας πιάσουν στα χέρια. Ακούς!

– Ορέ, συ μ’ γίνηκες απόψε τσάμικους ταμπάκος.

Μι ξιφουρτώνισι σ’ λέου η όχι!
Οι Ιταλοί είναι στα 50 μέτρα.

Ο αξιωματικός δεν ξέρει τι να κάνει με την ξεροκεφαλιά του Γιώργου.
-Βρε, για όνομα του Θεού, του λέγει, σιγανά, ρίξε τους.

Μας έπιασαν.

Τι κάθεσαι;
-Πάβς σ’ λέου, η δεν πάβς. Θα του γυρίσου του όπλου κατά σένα.

Ο τσολιάς είχε το σχέδιό του.

Τους άφησε και ήλθαν στα 20 μέτρα.

Και τότε τους έρριξε με την ψυχή του.

Οι Ιταλοί δεν το επερίμεναν και «όπου φύγει – φύγει».

Ενόμισαν, ότι βρέθηκαν προ επιτελικού σχεδίου του Ελληνικού Στρατηγείου.

Και που να ήξεραν, ότι μόνος του ο Γιώργος!

Η αναχαίτησις αυτή έσωσε την κατάστασι.

Διότι δεν κατώρθωσαν οι Ιταλοί να καταλάβουν την στενωπόν εκείνη τη νύχτα.

Επρόλαβε δε στο μεταξύ, να διέλθη απ’ αυτήν το 2ον τάγμα, που ερχόταν για ενίσχυσι.

Κάμνει την επίθεσι στις 2 την νύχτα.

Θεέ μου.

Τι γιγαντομαχία ήταν εκείνη!

Οι Ιταλοί αμύνοντο σκληρά, αλλά οι ηρωϊσμοί των Ελλήνων ήταν άφθαστοι.

Οι αξιωματικοί μας δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους τσολιάδες «Μη» τους έλεγαν.

Αλλά αυτοί, σαν αέρινοι, πηδούσαν στα χαρακώματα των Ιταλών, που είχαν ανοίξει προχείρως.

Ήσαν μανιασμένοι και ασυγκράτητοι, γιατί άδικα μας επιτέθηκαν και γιατί προσέβαλαν την μνήμη της Παναγίας μας, τορπιλίζοντας στην γιορτή της στην Τήνο, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, την «Έλλη μας».

Ο Γιώργος έκανε θραύσι με το πολυβόλο του.

Τον είδα την τέταρτη ημέρα, που εκόπασεν η μάχη.

Ήταν, απ’ τους καπνούς της μάχης, κατάμαυρος, σαν αράπης και μόνο τα σπινθηροβόλα του μάτια γυάλιζαν.

-Θα τ’ς φάμε τ’ς κουκουρόφτερους -μου λέγει-.
Θα τ’ς πετάξουμε στ’ θάλασσα, για να μάθ’νι τι ιστί Έλληνες.

Μαχόμενος στην πρώτη πάντοτε γραμμή, έφθασε στο Τεπελένι.

Σε μια μάχη όμως στο ύψωμα 1720 εν βλήμα όλμου του χτύπησε το σακκίδιο ανταλλακτικών και χώθηκε στην πλάτη του.
-Δοξασμένος νάσαι Θεούλη μ’ έλεγε, που χτύπ’ σι του σακκίδιου και κρύουσι κι’ κατόπι χτύπ’σι ιμένα.

Γιατί θα με πάγινε στον τόπο.

O γιατρός του επέδεσε το τραύμα και τον έστελνε πίσω στο Νοσοκομείο.
– Γιατί μι στέλν’σ πίσου. Ιγώ δεν πάου πίσου.

Θα κάτσου ιδώ να πολεμήσου.

– Θα πας να σου βγάλουν το βλήμα, του λέγει ό γιατρός.
-Ισύ δεν έχ’ς ένα σουγιά, να του ανοίξ’ς και να του βγάλ’ς και να πάου στη δουλειά μ’;

Τι γιατρός μου ‘σαι τότε;

-Βρε, είναι βαρύ το τραύμα.

Θα πεθάνης!

Το καταλαβαίνεις.
Ιδώ ήρθαμε να πολεμήσουμι για την πατρίδα δια να πεθάνουμι.

Δεν ήρθαμι περίπατου, κι’ να πάμι πίσου!

-Τσακίσου, πήγαινε στο Νοσοκομείο, του λέγει ένας αξιωματικός, τον οποίον τον εσέβετο, δίνοντας του συγχρόνως στα πόδια μια – δυό με ένα μαστίγιο.

Έτσι εδέησε να γυρίση στην Αθήνα.

Καθ’ όλον το υπόλοιπον διάστημα του πολέμου ενοσηλεύετο στο Νοσοκομείο.

Όταν όμως στην κατάρρευσι του Μετώπου είδε Ιταλούς και Γερμανούς στην Ελλάδα, η σκασίλα του Γιώργου ήταν απερίγραπτη.

Οικονόμησε τότε εν πολυβόλο και πολλές σφαίρες.

Το έκρυψε στην κουφάλα ενός γέρικου πλατάνου και καραδοκούσε την ευκαιρία, να βγή στο κλαρί, για να πολεμήση τον κατακτητή.

Και να! Κάποτε ακούστηκε, ότι στο χωριό του θα περνούσε αντάρτικο.

Ο Γιώργος πέταξε από την χαρά του.

Δεν σκέφθηκε τα παιδιά του.

Αποφάσισε να τους ακολουθήση, για να ελευθερώσουν την Πατρίδα.

Ξετρύπωσε το πολυβόλο του και στην πλατεία της εκκλησίας, μόλις ήλθαν τους εχαιρέτησε, ρίχνοντας μια ριπή.

-Αδέλφια, τους είπε, καλώς ήρθατε.

Σας παραδίνω τούτου του πολυβόλου.

Του φύλαξα καλλίτερα κ’ απ’ τα παιδιά μ’.
Άκουσε εν συνεχεία τον λόγον του καπετάνιου και ήταν έτοιμος στο τέλος να τους ακολουθήση.

Κάποιες φράσεις όμως του λόγου, τον υποψίασαν τον Γιώργο.
– Τούτοι, είπε μέσα του, δεν έχ’νι καλό σκοπό. Δεν είναι καθαροί Έλληνες.

Το ασθητήριό του τον ωδηγούσε να τους καταλάβη, ότι έκρυβαν άλλους σκοπούς, όπως απέδειξε κατόπιν η ιστορία του Ε.Α.Μ. και των Ελασιτών.

Έτσι ο Γιώργος δεν τους ακολούθησε, έκλαιγε μόνον το πολυβόλο του.

Αυτός λοιπόν ο ήρωας, ο οποίος έσωσε την Ελλάδα και του οποίου η προτομή θα έπρεπε να κοσμή το Κοινοβούλιο των Ελλήνων, όχι μόνον παραμένει άγνωστος, αλλά ούτε μικράν σύνταξιν έλαβε, καθ’ ην στιγμήν πολλοί δειλοί και άνανδροι καταφέρνουν και συναταξιοδοτούνται πλουσιοπαρόχως.

Αλλ’ η Ελλάδα εφ’ όσον γεννά Κυνεγείρους και Αθ. Διάκους, και Γιώργηδες, δεν πεθαίνει.

Κινδυνεύει μόνον από τους ρουσφετολόγους πολιντικάντηδες, που εμπορεύονται την εθνικοφροσύνη.

Φάσεις από την πρώτη μάχη
 O εμπειροπόλεμος ταγματάρχης Καλφέτης, όλη την ημέρα ήτανε σκεπτικός και περίφροντις.

Είχε λάβει μέρος παλαιά στην Μικρά Ασία, στο Καλε-γκρότο και τον Σαγγάριο.

Και τώρα πάλι μπροστά για την υπεράσπισι της πατρίδος.

Στις δύο η ώρα την νύχτα έκανε τον σταυρό του και διέταξε την επίθεση, όπως είπαμε.
Εμένα μου ανέθεσε την ομάδα του Επιτελείου του.

Και ως τοποθεσία ώρισε την θέσι κάτω από μία μεγάλη πέτρα.
Η μάχη άρχισε.

Ήτανε πανσέληνος.

Τα πυρά σφοδρά, λες και άνοιξε το φρέαρ της αβύσσου.

Οι Ιταλοί αμύνονταν με όλες τις δυνάμεις τους.

Η κορυφογραμμή καιγότανε ολόκληρη.

Έβαζαν εναντίον των Ελλήνων με όλα τα πυρά.

Αραβίδες, όλμους, χειρομβοβίδες και τα κανόνια ξερνούσαν φωτιά και σίδερο.
Η νύχτα εκείνη ήταν νύχτα της Κολάσεως.

Όλα τα πυρά, όλες οι σφαίρες του εχθρού, χιλιάδες σφαίρες, συγκεντρώνονται, σφυρίζουν και περνούν πυκνά δίπλα μας.

Τι δαιμονικό σφύριγμα έκαναν!

Ο βράχος είναι σωτήριος.

Δεν ακούει κανείς τίποτε άλλο, παρά σφύριγμα των σφαιρών.

Που να ξεμυτίσης!

Δίπλα μου είναι ο στρατιώτης Γ., ο λεγόμενος ψηλέας για το υπερβολικό ανάστημά του.

Όλοι στο Μεσολόγγι λέγανε, ότι μόλις τον δούνε οι Ιταλοί θα τραπούνε σε φυγή.
Αυτός ήτανε πολύ βλάσφημος, αλλά τώρα απεδείχθη και τρομερά δειλός.

Ήτανε ριζωμένος στη βάσι του βράχου, σαν σκαντζόχοιρος.

Η μύτη του χωμένη στο χώμα.

Τώρα που να βλασφημήση!

Τώρα τρέμοντας προσευχότανε συνεχώς.

Παρακαλούσε την Παναγία λέγοντας:
-Παναγία μας βοήθα…Παναγία σώσε μας…

-Προσευχή σου λοχία, μου εφώναζε.

Εσένα σ’ ακούει ό Θεός!
-Ξαναβλασφημάς; Τον ρώτησα.

-Ποτέ. Αχ Παναγιά μου να σωθούμε απόψε, είπε, αλλά και όλο μαζευότανε στη ρίζα του βράχου… σε μια στιγμή ακούγεται Ιταλικό πολυβόλο πίσω μας.
-Τα όπλα σας, λέγω να ριχτούμε πάνω επάνω τους. Θα μας πιάσουν στα χέρια αιχμαλώτους.

Που να βγή ο ψηλέας!

Ευτυχώς το πολυβόλο σίγησε και δεν χρειάστηκε εξόρμησι.

Σε λίγο αραίωναν τα πυρά.

Και με ένα άλμα έφθασα στην ρίζα ενός δένδρου.
Ήτανε εκεί κιβώτια πυρομαχικών.

Κοντά ήλθε και ένας λεπτοκαμωμένος τσολιάς.

-Πρέπει να τα ανοίξωμε, πρέπει να προωθηθούνε.
-Πως να τ’ ανοίξωμε;

Δεν είχαμε εργαλεία.

Βρέθηκε ευτυχώς μια μεγάλη σκαπάνη.

Χτυπούσαμε να σπάσουμε Τα κιβώτια…

Και αν ήταν χειροβομβίδες;

Αλλά ποιος λογάριαζε Τότε ζωή!

Ευτυχώς ήταν σφαίρες.

Δυστυχώς δεν είχαμε ούτε ίδια όπλα.

Οι στρατιώτες είχανε η Λέμπελ, η Μάουζερ η Μάλιγχερ.

Η Ελλάς ήταν φτωχή.

Μας έσωσε η λόγχη και η δύναμι του Θεού.

Να! ο επιλοχίας…

Ήταν οκτώ το πρωΐ…
-Νικήσαμε τον ρωτούσα με αγωνία.

-Νικήσαμε, μας είπε με χαρά και συγκίνηση.

Πυρομαχικά όμως στείλτε μας.

Πρέπει να κρατήσουμε την μάχη.

Όλοι μας σε σακκίδια και κουβέρτες, πηγαίναμε πυρομαχικά και παίρναμε τραυματίες στην πλάτη.

Ένας ήτανε πολύ βαρύς.

Παιδεύτηκα πολύ, όσο να τον πάω πίσω στο πρόχειρο ιατρείο.
Έβλεπες τα παλληκάρια, με τα σκισμένα χέρια, με πληγές, με αίματα, και λαβωματιές να υποφέρουν ψύχραιμα τον πόνο.

Και τους κουβαλούσαμε μέσα στο πρόχειρο χειρουργείο, που στεγάζονταν σε σπιτοκάλυβο.

Αλλά σ’ ένα φορείο ήταν ένας σκεπασμένος σ’ όλο του το σώμα.

Σηκώνω την κουβέρτα για να τον παρηγορήσω.

Πω! Πω!

Τι φρικτό και αποτρόπαιο θέαμα. ‚

Ήταν ανοιγμένο το κεφάλι του και ήταν χωρίς εγκέφαλο…
Σκέπασα και αναστενάζοντας είπα
-Αχ μιαρέ σατανά, τι σπέρνεις στην ανθρωπότητα; «Αλλά γαρ ων επράξαμεν, απολαμβάνομεν».

Για το Τεπελένι
 Ξεκίνησα πάλι για το Μέτωπο στο Τεπελένι.

Δεν προχώρησα μια ώρα και συνάντησα τα μεταγωγικά, που ερχόταν για τρόφιμα.

Οι άνδρες μου είπανε να επιστρέψω και να φύγωμε μαζί.

Θα είχα έτσι στην επιστροφή και ζώο στην διάθεσή μου.

Γύρισα λοιπόν και αφού ταχτοποιηθήκανε, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Βαδίσαμε αριστερά του ποταμού Δρίνου, στο δημόσιο δρόμο.

Ήτανε βραδάκι.

Για το δρόμο αυτό μας είχανε πή, ότι είναι ο καλύτερος και ότι υπάρχει γέφυρα.

Ο καιρός ήτανε πολύ άσχημος.

Έκανε φοβερό κρύο και έρριχνε νερόχιονο, «δρολάπι».

Ύστερα από δίωρο πορεία, δεν βρέθηκε πουθενά γεφυράκι κι’ αναγκαστήκαμε να γυρίσωμε πάλι στο Αργυρόκαστρο.

Θ’ ακολουθήσωμε τώρα άλλο δρόμο, να βρούμε την γέφυρα, για να φθάσωμε στο Λάμποβο.

Ολονύκτιος πορεία.

Ό δρόμος όμως ήτανε λασπώδης, τα ζώα με δυσκολία βγάζανε τα πόδια τους από τις λάσπες.

Οι ημιονηγοί δεν βρίσκανε στερεό για να πατήσουν.

Χωνότανε τα πόδια τους στις λάσπες.

Εγώ επάνω στο μουλάρι τουρτούριζα.

Τίναζα συνεχώς το χιόνι όμως ήτανε πολύ και χάσαμε τον δρόμο.

Το σκοτάδι ήτανε πυκνό, αλλά φέγγιζε το παχύ στρώμα του χιονιού.
Μια έως δύο ώρες πριν ξημερώση, φθάσαμε στο Λάμποβο.

Στο σημείο που πηγαίναμε, ήτανε σε 1100 μέτρα υψόμετρο.
Οι στρατιώτες ημιονηγοί μου είπαν να κατέβω, διότι ήταν κατήφορος και ό δρόμος είχε κρυσταλλώσει, από τα νερά που τρέχανε.

Ένα γλύστρημα ήταν αρκετό να μας οδηγήση στο γκρεμό, στη χαράδρα.

Δοκίμασα να κατέβω, αλλά ήταν αδύνατο.

Κατάλαβα, ότι δεν μπορούσα.

Είχα κοκκαλιάσει.

Χέρια, πόδια έμειναν ακίνητα.

Με κατεβάσανε με δυσκολία οι στρατιώτες και με την βοήθειά τους, υποβαστάζοντάς με, φθάσαμε σ’ ένα ακατοίκητο ερημόσπιτο.

Πετάξανε ξύλα στη φωτιά και καθήσαμε σε απόστασι..

Υπήρχε κίνδυνος από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας…
Παρά τις τόσες όμως δυσκολίες η αποστολή, να πάμε τρόφιμα στους μαχομένους, εξετελέσθη.

Χριστούγεννα στο μέτωπο
 Πλησιάζανε οι μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων.

Αναμνήσεις περασμένων ημερών ζωντανών ζωντάνευαν μέσα μας.

Χίλιες δυό σκέψεις και άπειροι λογισμοί…
Νηστέψαμε μια βδομάδα, για να νοιώσουμε την χαρά της μεγάλης γιορτής.

Στο Λάμποβο δεν είχε παπά Κατέβηκα από βραδύς στην Κάργιαννη, δύο ώρες πορεία.
Παρακάλεσα τον Ταγματάρχη μου να επιστρέψω την επομένη.

Ήθελα να λειτουργηθώ και να κοινωνήσω.
Στην Κάργιαννη έμεινα στον εφοδιασμό.

Άφθονες ήτανε εκεί οι κονσέρβες και τα τυριά.

Προτίμησα φυσικά την κουραμάνα…
Την νύχτα, που ξύπνησα, δεν άκουσα καμπάνα.

Έμεινα έτσι ξάγρυπνος. Έλεγα μέσα μου τις ευχές της Μεταλήψεως όσες γνώριζα απ’ έξω και σκεπτόμουνα:
-Γιατί αργεί η καμπάνα να σημάνη!

Ανυπόμονος σηκώθηκα και πήγα στην Εκκλησία.

Βρήκα εκεί μερικούς στρατιώτες, περιμένανε κι’ αυτοί λειτουργία.

Εκεί έμεινα μέχρι τα ξημερώματα.

Εψέλναμε όσοι τα καταφέρναμε, με χαρά:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε»

Η εκκλησία τελικά δεν λειτουργήθηκε, γιατί δεν υπήρχε ιερεύς.
Πρωί – πρωί όμως ακούσαμε να κτυπάη η καμπάνα του γειτονικού χωριού.

Κάναμε όλοι με ευλάβεια τον σταυρό μας.

Η καμπάνα συνέχιζε να κτυπάη.
-Πηγαίνουνε παιδιά εκεί τους είπα.

-Ναι! είπαν όλοι με μια φωνή.

Και ξεκινήσαμε.

Όταν φθάσαμε στην Εκκλησία, βρήκαμε εκεί μερικούς Χριστιανούς συγκεντρωμένους.

Δεν υπήρχε όμως ούτε εκεί παπάς.

Εν τούτοις χτυπούσαν την καμπάνα για να νοιώσουν την μεγάλη γιορτή.

Τι λύπη να μείνω αλειτούργητος και ακοινώνητος τέτοια χρονιάρα μέρα!
Μας είπαν όμως οι χωρικοί, ότι παπά έχει να άλλο χωριό πιο ψηλά, το Ερίντι (Ειρήνη).

Ξεκινήσαμε μερικοί και πήγαμε.

Ήτανε όμως αργά. Είχε τελειώση η λειτουργία και ό ιερεύς έβγαινε από την Εκκλησία.

Τον πλησιάσαμε και του είπαμε, πως θέλουμε να κοινωνήσωμε.

Θα σάς κοινωνήσω, παιδιά, από το άγιον Αρτοφόριον, είπεν ο ταπεινός Λευΐτης.
Γονατισμένοι στην ωραία πύλη, μέσα σε σιγή και κατάνυξι, ό ιερεύς μας κοινωνούσε:

«Μεταλαμβάνει ό δούλος του Θεού…

Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσίν σου αμαρτιών και ζωήν αιώνιον…»
Εκεί επήγα στον σιτιστή, στο μαγειρείο.

Έβραζε κρέας .

Ψωμί δεν υπήρχε, ούτε αλάτι για το κρέας.

Το αλάτι εκεί ήτανε περιττή πολυτέλεια.

Ζητούσαμε αλάτι από τους κατοίκους, και μας απαντούσανε:
-Σκά μπρέ… Ντέν έχει…

Ο σιτιστής μου έδωσε μια ρέγγα κι’ έκανα Χριστούγεννα μ’ αυτήν.

Με χαρά και αγαλλίασι, επέστρεψα στη γραμμή του πυρός.

Είχα μέσα μου την χαρά, την πηγήν της χαράς, την θείαν Κοινωνία.

Τι άλλο ήθελα;

Η ψείρα
Χειρότερος εχθρός κι’ από τους Ιταλούς ήταν η ψείρα.

Οι νεώτεροι αγνοούν το τρομερό αυτό βάσανο, διότι εξωντώθηκε χάρις στο αργότερα ανακαλυφθέν εντομοκτόνο, Ντί-ντί-ντί.
Υπέφερε ό στρατός πολύ, γιατί η ψείρα πληθυνότανε καταπληκτικά.

Ρουφούσε το αίμα των στρατιωτών.

Τους τυραννούσε, τους έκανε εξοντωτικό πόλεμο.

Με τον καταπληκτικό πολλαπλασιασμό του που άφηνε τ’ αυγά στις ρίζες των μαλλιών, στα ρούχα, κ.λ.π., γινότανε μάστιγα των στρατιωτών.

Ήταν ένας εχθρός ύπουλος, που σκότωνε την όρεξι και την υγεία.

Και τις λίγες στιγμές ησυχίας τις έκανε μαρτύριο, μ’ ένα συνεχές ξύσιμο.

Εισχωρούσε παντού…

Είχα κατέβη στον εφοδιασμό.

Βλέπω έναν ημιονηγό, που ήταν έτοιμος να ξεκινήση.

Έξυνε το μουστάκι του κι’ έφτυσε μ’ αποτροπιασμό.
– Τι κάνεις έτσι, Γρηγόρη; τον ρώτησα.
-Μα τι θες να κάνω;

Παράγινε το κακό. Και στο μουστάκι ψείρες!

Τα κρυοπαγήματα
Άλλος φοβερός και τρομερός εχθρός, που απεδεκάτισε το στράτευμα, ήταν τα κρυοπαγήματα.
Ο στρατιώτης ήταν υποχρεωμένος να έχη τα πόδια του μέσα στο χιόνι και το νερό.

Το χιόνι δεν έλλειπε ποτέ, αλλά και μέσα στο αμπρί ήταν γεμάτο νερό.

Και όταν λέμε αμπρί ήταν το χαράκωμα, δηλαδή ένα βαθύ χαντάκι.

Εκεί μέσα λοιπόν, νερό και λάσπες γινόταν λασπολίμνη.

Το κρύο αυτό περόνιαζε τα κόκκαλα.

Παρ’ όλα όμως αυτά, εμπύρετα νοσήματα, πλευρίτιδες, πνευμονίες, δεν παρουσιαζότανε.

Φύλαγε ο Θεός.

Αλλά όλοι υποφέρανε από το τρομερό κρύο και πολλοί παθαίνανε κρυοπαγήματα.

Τα πόδια άρχιζαν να πρήζωνται.

Κατόπιν προχωρούσαν τα κρυοπαγήματα σε βαρύτερες μορφές και όταν η κατάστασις γινότανε απελπιστική, τους έστελναν πίσω σε νοσοκομεία και εκεί σε πολλούς κόβανε αθρόως τα πόδια.

Τι τρομερό πράγμα να μένη κανείς ανάπηρος για όλη του τη ζωή!
Μου έλεγε αργότερα γιατρός ενός στρατιωτικού νοσοκομείου:

-Δε φαντάζεστε την στεναχώρια μου, όταν ήμασταν υποχρεωμένοι να κόψωμε πόδια.

Σκεφτόμουνα, ότι αυτό το μέλος, αυτή η χαρά της ζωής να βαδίζη, χανόταν οριστικώς.

Αλλά ό πόλεμος είναι πόλεμος…

Ο γιατρός του Συντάγματος ήταν υποχρεωμένος, με την πρώτη εμφάνισι των κρυοπαγημάτων, να τους στέλνη στα νοσοκομεία, διότι μικρή αναβολή δύο-τριών ημερών, εσήμαινε ακρωτηριασμό.

Οι αξιωματικοί όμως που βλέπανε την ανάγκη της αντιμετωπίσεως του εχθρού, διότι ό στρατός ήταν λίγος -βάθος μετώπου, ενός ανδρός- και το γεγονός ότι κάθε κένωσις θέσεων δεν μπορούσε ν’ αντικατασταθή με άλλον, επέμεναν να μείνουν οι στρατιώτες στη γραμμή μέχρι τέλους.

Η διαφωνία διοικητών και γιατρών έφθανε πολλές φορές στο απροχώρητο.
-Μου διαλύεις το Σύνταγμα! έλεγε ο Διοικητής στο γιατρό.
-Μην επεμβαίνεις στα καθήκοντά μου! υπεστήριζε ό γιατρός.

Για την περιστολή του κακού γινότανε μεγάλες προσπάθειες.

Όλος ό Ελληνισμός, αγωνιζόταν να ζεστάνη τους ξεπαγιασμένους φρουρούς της πατρίδος

Έστελναν κάπες, μάλλινες κάλτσες πουλόβερ, φανέλλες και πλεκτά γενικώς.

Χιλιάδες Ελληνίδες έπλεκαν μερόνυχτα για να ανακουφίσουν τους γενναίους μαχητές.

Τι να κάναμε όμως τα πλεκτά.

Αυτά μόνα τους δεν αρκούσαν.

Εχρειάζοντο άρβυλα και άρβυλα δεν υπήρχαν.

Εκείνα, που είχαμε από την αρχή, είχαν φθαρή.

Είχαν λύωσει και τα πόδια μας κολυμπούσαν στα χιόνια και στα νερά.

Τα δικά μου είχαν ολότελα διαλυθή.

Ένας αξιωματικός μου έδωσε ένα ζευγάρι παληά δικά του, για να γλυτώσω τα κρυοπαγήματα.

Δυστυχώς ήταν μικρότερα από το νούμερό μου.

Όταν όμως κατέβηκα στα Γιάννενα, αγόρασα ένα ζευγάρι, κι’ έτσι γλύτωσα από τα κρυοπαγήματα.

O δειλός ήρωας
Oι Έλληνες κατείχαν τις πλαγιές του όρους.

Την κορυφή την ελέγχανε οι Ιταλοί.

Η κορυφή αυτή όμως έπρεπε να καταληφθή.
Τότε ο λοχαγός Κρανιάς απεφάσισε να το καταλάβη με λίγες θυσίες.

Βρήκε ένα ντόπιο οδηγό, ζήτησε και τρεις στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα.

Σκοπός μας ήτανε να πάμε από το πίσω μέρος και να τους αιφνιδιάσωμε, οπότε θα εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και θα έπεφτε το ύψωμα.

Διαταγή όμως του Επιτελείου να γίνη επίθεσις κατά μέτωπον, αμέσως σταμάτησε το επιχείρημα.

Χαράματα μετά την προπαρασκευή του πυροβολικού, έγινε θυελλώδης επίθεσις.

Πολλοί νεκροί πέσανε στο πεδίο της μάχης.

Πάντως το ύψωμα 1720 κατελήφη.

Η θυσία είχε δώσει την νίκη.

Ο λοχαγός Ταβουλάρης, γενναιότατος αξιωματικός (αργότερα στο συμμοριτοπόλεμο, έγινε ολοκαύτωμα στο Σκρά, αφού με τους άνδρες έκανε γενναία επίθεσι, απώθησε τον εχθρό από τις θέσεις του.

Μετά την σταθεροποίησι στις νέες θέσεις, γύρισε πίσω στις σκηνές για να ιδή, αν όλοι οι στρατιώτες πήραν μέρος στην εξόρμησι.

Βρήκε έναν στη σκηνή του, που είχε γίνει επίορκος.

Τον πήρε η εντροπή από τις φωνές του λοχαγού κι’ έτρεξε να πάρη θέσι.

Πέρασε όμως από τα χαρακώματα που είχανε προηγουμένως οι Ιταλοί.
Μέσα σ’ ένα χαράκωμα ήταν μια ομάδα Ιταλών, που είχαν ξεμείνει και λουφάζανε φοβισμένοι.

Ο Γιάννης φοβάται το θεριό και το θεριό το Γιάννη λέει η παροιμία.
Ο δειλότερος Έλληνας, έγινε ό ηρωϊκώτερος των Ιταλών.

Κρατώντας την ξιφολόγχη του, τους έκανε νεύμα να εξέλθουν.

Εκείνοι πετάξανε τα όπλα και βγήκανε έξω.

Τους ωδήγησε στις ελληνικές θέσεις και πίσω στη διοίκησι.

Είχε δε την αξίωσι να τους φέρη ο ίδιος στην Αθήνα.

Οι άπονοι
Βραδάκι, σούρουπο, φθάσαμε πεζοπορώντας στο Πρωτόπαπα.

Ήταν αγριεμένος ο καιρός, απειλούσε βροχή.

Πως να ξενυχτήσω έξω με τέτοιον πυρετό και πλευρίτιδα;
Εμπήκα σ’ ένα σπίτι.

Στο βάθος έκαιγε πλούσιο το τζάκι και γύρω καθότανε η οικογένεια με μερικούς γείτονες.

Τους παρακάλεσα να μείνω κάπου, έστω και προς την πόρτα, αλλά κάτω από στέγη, γιατί ήταν ανάγκη.

Ήμουνα πολύ άρρωστος πλέον.

Δυστυχώς μου αρνήθηκαν.

Τους είπα, ότι δεν ζητάω τίποτε.

Ούτε ρούχα, ούτε ψωμί, παρά μόνο να κοιμηθώ κάτω από στέγη.
Και πάλι όμως στάθηκε αδύνατο. Φανήκανε σκληροί.

Ήταν παράξενο… δεν το περίμενα…

Και όμως είχε μια εξήγησι.

Προπολεμικώς στα μέρη εκείνα ήταν ένας γιατρός, με υλιστικές, μαρξιστικές ιδέες και τους είχε κάνει μεγάλη ζημιά.

Τους είχε νεκρώσει τον ανθρωπισμό.

Τους είχε ξεράνει την πίστι, και τους είχε αφανίσει τον πατριωτισμό.

Ήταν όμως αυτό μια, ίσως μοναδική, περίπτωσις.

Διότι γενικώς, όλα τα Ελληνικά σπίτια ήταν ορθάνοιχτα, για τον στρατόν μας.

Ήταν συγκινητικές οι εκδηλώσεις και οι περιποιήσεις απ’ όπου περνούσε ο στρατός και ιδίως κατά την οπισθοχώρηση.

Τους φιλοξενούσαν, τους έπλεναν τα ρούχα, τους δίνανε να φάνε και να πιούν.

Στεκότανε στους δρόμους και μοιράζανε ψωμί, τυρί, νερό, καπνό για τσιγάρα, και ο,τι είχανε για φαγητό στους διερχομένους στρατιώτες.

Το παράπονο της γερόντισσας
Θα αναφέρω κι’ άλλη περίπτωσι, που οι στρατιώτες δεν βρήκανε φιλοξενία.

Η οποία όμως έγινε από υπερβολικό πατριωτισμό και άγνοια των συνθηκών του πολέμου.

Βαδίζοντες πολλές ημέρες από βουνό σε βουνό, περάσαμε τα Γιάννενα, κατεβήκαμε στα βουνά του Βάλτου και η πορεία μας γινότανε κάτω από δραματικές συνθήκες, πείνα, κούρασι, αϋπνία.
Περάσαμε εν συνεχεία από το ιστορικό Μοναστήρι της Τατάρνας.

Ο καλός καλόγηρος, μου έδωσε ένα πρόσφορο και 5 αυγά. Αυτά είχε όλα-όλα…

Το βράδυ έφθασα και τους άλλους, ανάψαμε φωτιά, ψήσαμε τ’ αυγά.

Μοιραστήκαμε αυγά και πρόσφορο και δειπνήσαμε έτσι με μισό αυγό ό καθένας.
Ενός στρατιώτη είχαν διαλυθή τελείως τα άρβυλά του.

Βάδιζε ξυπόλυτος.

Τα πόδια του ήταν ματωμένα.

Του δώσανε οι άλλοι ένα ζώο, χωρίς σαμάρι.

Αλλά η ράχη του ζώου από την αδυναμία, ήταν σαν κοφτερή σανίδα.

Σε λίγο ήταν αδύνατο να σταθή εκεί επάνω.

Έκανε μια προσπάθεια ακόμη.

Καβαλίκεψε ανάποδα.

Δηλαδή κοίταζε πλέον πίσω, προς την ουρά του ζώου.

Έτσι, γράφοντας κι’ εμείς μια μικρή Οδύσσεια, φθάσαμε στα σύνορα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, στον τόπο μας στην ιδιαίτερη πατρίδα μας.
Μας ήρθε όρεξι να φωνάξουμε με συγκίνησι και λαχτάρα τα ονόματα των χωριών μας, όπως οι μύριοι του Ξενοφώντος το «Θάλαττα, Θάλαττα» στην δραματική πορεία του γυρισμού τους στην πατρίδα.

Το πρώτο χωριό που συναντήσαμε ήταν ο Άγιος Βλάσιος της ορεινής Τριχωνίδος.

Εκεί σταματήσαμε.

Είπα στους άνδρες να βγουν, μήπως βρουν τρόφιμα.

Πήγανε παντού, αλλά γύρισαν άπρακτοι.

Η πείνα είχε αρχίσει να μαστίζη και τα χωριά.

Δεν έβρισκες τίποτε.

Στην προσπάθεια να βρουν κάτι, πήγαν σε μια γερόντισσα, πολύ προχωρημένης ηλικίας και της ζητήσανε ψωμί.

Εκείνη τους έδιωξε νευριασμένη και αγανακτισμένη λέγοντας:
-Παλαιόπαιδα, αφήσατε τους Ιταλούς και μπήκανε στην Πρέβεζα.

Και τώρα μου θέλετε και ψωμί!

Δεν μας κακοφάνηκε, γιατί τα λόγια της τα έλεγε από αγάπη, για την πατρίδα.

Δεν ήθελε ποτέ ν’ ακούση την λέξιν σκλαβιά.

Και ακόμη γιατί δεν ήξερε, πως ο λίγος στρατός μας πάλαιψε με δύο αυτοκρατορίες και ουσιαστικά νίκησε.

Και η νίκη ήταν μεγάλη.

Η νίκη είχε κερδιθή για όλον τον ελεύθερον κόσμο και υπερέβαινε ίσως και τις ιστορικές νίκες του Ελληνισμού, όπως της Σαλαμίνος και του Μαραθώνος

Και αν χρειάστηκε να σταματήση για λίγο ο πόλεμος, αυτό έγινε για να ανασυντάξη ο Ελληνισμός τις δυνάμεις του, να δεθή πιο σφιχτά και πιο άρρηκτα και να συνεχίση τον απελευθερωτικό αγώνα με πλατύτερο μέτωπο, που άρχιζε από την σκλαβωμένη Ελλάδα, στην Μέση ανατολή και έφθανε στην Αφρική.

«Ίνα τι καθείλες φραγμόν αυτής»
Ένα βράδυ πεζοπορούσα και έφθασα τις πρωϊνές ώρες στο χωριό μου.

Μόλις είχε βαρέσει ο ανοιξιάτικος ήλιος.

Τέτοια ώρα ξεκινούσαμε προ εξαμήνου για το μέτωπο.

Το πρώτο πρόσωπο, που χαιρέτισα, ήταν μια συγγενής μου.

Την χαιρέτισα αλλά δεν με γνώρισε.

Είχα σκελετωθή από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες.

Τα μάτια μου είχαν χωθή μέσα στις κόγχες.

Το πρόσωπό μου είχε στεγνώσει.

Εβδομάδες ολόκληρες είχα να ξυριστώ.

Και πάνω απ’ όλα μ’ είχε λυώσει ο πυρετός της πλευρίτιδος.

Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή.

Όλοι οι κάτοικοι και όλοι όσοι είχαν επιστρέψει από το μέτωπο, βρεθήκαμε στην Εκκλησία, στην θεία Λειτουργία.

Λείπανε μονάχα οι γενναίοι μας συγχωριανοί, που τους βρήκε το βόλι του εχθρού στα βουνά της Αλβανίας.

Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ανέβηκα σιγά – σιγά τα σκαλιά του άμβωνα, για να κηρύξω τον θείο λόγο.
Θέμα του λόγου μου ήταν τα λόγια του ψαλμωδού, που έλεγαν:

«Ίνα τι καθείλες τον φραγμόν αυτής και τρυγώσι αυτήν, πάντες οι παρεπορευόμενοι την οδόν ύς εκ δρόμου κατέφαγεν αυτήν και μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν».
Εμείς τους είπα δεν είμαστε εκείνοι, που διώξαμε τον εχθρό πέρα από τα σύνορα της Ελλάδος;

Η Ελλάς δεν ήταν εκείνη, που έκανε τις πρωτοφανείς νίκες, για τις οποίες θαυμάζει ό κόσμος.
Γιατί τώρα

Θεέ μου γκρέμισες τα οχυρά της Πατρίδος μας και μπήκανε μέσα οι εχθροί;

Σαν αγριογούρουνα τώρα μας αρπάζουνε τα πράγματά μας και τρώνε το βιός μας.

Μαύρες μέρες προσμένουμε αδέλφια.

Αλλά να είμαστε αδελφωμένοι και κοντά στο Θεό.

Ο Θεός αγαπάει την Ελλάδα και θα ελευθερωθούμε πάλι.

Συνέστησα μάλιστα να χαλάσουν τους δρόμους, ώστε να μην είναι εύκολο στους εχθρούς ν’ ανηφορίζουν οποιαδήποτε στιγμή με τα αυτοκίνητά τους και τις μηχανές τους και να τους μαζεύουν τα λίγα τρόφιμά τους.

Ιερά Σύναξις ευγνωμοσύνης
Την Πέμπτη όλοι, όσοι είχαμε γυρίσει ζωντανοί από το μέτωπο, από στρατιώτη μέχρι συνταγματάρχη, πήγαμε στο Μοναστήρι του Τιμ. Προδρόμου να λειτουργηθούμε.
Θέλαμε να ευχαριστήσωμε τον Θεόν, που γυρίσαμε ζωντανοί.

Κτυπούσαμε το σήμαντρο του Μοναστηριού πρωΐ – πρωΐ.

Σε λίγο είμασταν όλοι εκεί παρόντες.

Ήμασταν 150 περίπου άνδρες.

Ήταν μια συγκινητική ευχαριστήριος προσευχή.

Ευχαριστούσαμε τον Θεό.

Που μας είχε γλυτώσει.

Μέσα η ψαλμωδία αναγάλλιαζε και ημέρωνε τις ψυχές μας.

Έξω τα πουλιά κελαηδούσαν στα πανύψηλα και σκιερά δένδρα.

Το αεράκι φύσαγε ανάλαφρα.

Και η προσευχή μας έκλεισε και με το μνημόσυνο των νεκρών του Μετώπου.

Η φωνή του ιερέως καθαρή, κατανυκτική με συγκίνησι και ιεροπρέπεια, έλεγε:
-«Και των υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και ηρωϊκώς πεσόντων αδελφών ημών».

Κάναμε όλοι το σταυρό μας με μάτια νωτισμένα.

Είχαμε χάσει φίλους, συγγενείς, συμπολεμιστάς, νέους, που πολεμήσαμε πλάϊ – πλάϊ.

Κλαίγαμε για τα άγουρα νειάτα αδελφών μας, που είχαν θυσιαστή στο βωμό της πίστεως και της πατρίδος.

Εκείνη η λειτουργία ήταν και ένας όρκος, που δίναμε ενώπιον του Θεού, ότι θα παλεύαμε και πάλι για του Χριστού την Πίστι την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία.
Το πως παλαίψαμε στην μαύρη Κατοχή, και είμαστε σήμερα ελεύθεροι, αν μας αξιώση ό Θεός, θα το γράψουμε σε άλλο βιβλίο.

ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θα κλείσουμε το βιβλίο μας τούτο με χαρακτηριστικά δείγματα της Πίστεως του Λαού και του Στρατού.

Θα αναφερθούμε με λίγα λόγια στην βαθειά θρησκευτικότητα του Έθνους μας.

Τούτο θα αποτελέση και τον Επίλογό μας.

Όπως αντιλαμβάνεσθε τα μέσα ήταν πενιχρά, η υπεροχή του εχθρού τεραστία. Και όμως οι Έλληνες ενίκησαν, εταπείνωσαν τον εχθρό.
Ο υπερφίαλος εχθρός με τα 8 εκατομμύρια λόγχες και την αεροπορία που θα «έκρυβε τον ήλιο», έπαθε τρομερή πανωλεθρία, ώστε δεν είχε που να κρύψη τα μούτρα του, από την ντροπή.
Ο Θεός συνέτριψε την υπερηφάνεια και τον εγωϊσμό.

Κλόνισε εκ βάθρων την υλικήν υπεροχήν του Μουσολίνι.

Ο Θεός και η Υπέρμαχος Θεοτόκος, δώσανε την νίκη στην Ελλάδα.

Και την δώσανε, διότι η πίστις των Ελλήνων στο Θεό ήταν γνήσια και ιερή.

Διότι ο αγώνας ήταν δίκαιος.

Διότι πολεμήσαμε για ιερά και όσια.

Και ακόμη, διότι όλος ο Ελληνισμός, ζήτησε την προστασία του Θεού και της Παναγίας.

Δείγματα της φλογερής πίστεως των Ελλήνων, του θάρρους που πήγαζε από τον δυναμίτη της φιλοπατρίας και του ηρωϊσμού, είναι οι παρακάτω επιστολές, που γραφτήκανε με παγωμένα χέρια στη φωτιά του πολέμου του Σαράντα.

Επίστευον ο ηγήτορές μας
1. Ο Βασιλεύς εις το διάγγελμά του έλεγεν: «Η Θεία Πρόνοια ως εκλεκτόν της λαόν μας εκάλεσε να αποδείξωμεν, αν είμεθα άξιοι της μεγάλης προγονικής κληρονομίας και ικανοί δια τα μεγάλα έργα του μέλλοντος».

Και άλλοτε: «Με την βοήθειαν του Θεού, με την ευχήν της Παναγίας, με την δύναμιν και την θέλησιν του Έθνους, η Ελλάς, η αιωνία Ελλάς, θα ζήση και θα θριαμβεύση, ανταξία των μεγάλων μας προγόνων, ανταξία των ηρώων και των μαρτύρων μας».

2. Ο Πρωθυπουργός Μεταξάς εις το διάγγελμά του και αυτός έλεγε: «Να ευχαριστήσωμεν τον Ύψιστον με όλην μας την ψυχή, γιατί μας εδιάλεξεν υπερασπιστάς των πολυτιμοτέρων αγαθών, που έχει η ανθρωπότης και μας ύψωσεν από την ταπεινότητά μας εις σκεύος εκλογής».

«Πιστεύω, έλεγεν εις συνομιλητήν του, βαθύτατα εις τον Θεόν.

Προσεύχομαι εις τα δυσκόλους στιγμάς με κατάνυξιν. Και ήμουν από εκείνην την νύκτα της 28ης Οκτωβρίου – βέβαιος, ότι ο Θεός και η Παναγία δεν ημπορούσαν, παρά να βοηθήσουν έναν αγώνα τόσον Τίμιον, τόσον δίκαιον, όσον ό ιδικός μας».

3. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος: «Το σχήμα, ένεκα του επιβληθέντος εις την χώραν ημών πολέμου μιμείται χειμερινήν και ζοφώδη ημέραν, καλεί δε ημάς πάντας, ίνα υψώσωμεν υπεράνω του πέριξ ημών μαινομένου χειμώνος και ανδροφόνου κλύδωνος και σταθώμεν επάνω εις την πέτραν της πίστεως, ατενίζοντες προς τον Χριστόν, μόνον δυνάμενον να επιτιμήση τοις ανέμοις και τη θαλάσση και να σκορπίση τα ζοφερά νερά και να αποδώση εις ημάς και τον κόσμον την ειρήνην και το φως».

4. Ο Λαός όλος κατέφυγεν εις τους Ναούς, έκαμε λειτουργίας και παρακλήσεις εις τον Θεόν και την Παναγίαν δια τους μαχομένους. Εικόνες, Ευαγγέλια, Σταυρούς έβαζαν εις τις Τσέπες των στρατιωτών.

5. Ο Αρχιστράτηγος Αλέξ. Παπάγος εις ημερησίαν διαταγήν του προς τους μαχομένους: «Ο Χριστός και η Παναγία θα είναι μαζί σας».

6. Το Επιτελείον του Στρατού εις το πρώτον ανακοινωθέν της 28ης έγραφε λακωνικώτατα: «Με την βοήθειαν του Θεού ό στρατός μας υπεράσπιζε το πάτριον έδαφος».

7. Οι αξιωματικοί εμπνέονται από την Πίστιν. Ιδού επιστολή πολεμιστού προς την μητέρα του: «Χθες, εορτήν του Αγίου Σπυρίδωνος, είχα την ευχαρίστησιν ν’ ακούσω κήρυγμα εκ μέρους ενός Ταγματάρχου. Μετά το Ευαγγέλιο μας είπε πρώτα για τον Καλόν Ποιμένα και εξέθεσε τον βίον του Αγίου. Κατόπιν μας ανέπτυξε το πως o Κύριος επέτρεψε να τιμωρηθούν μερικά κράτη, που απεμακρύνθησαν από Αυτόν».

Oι στρατιώται, τι να είπη κανείς δια την πίστιν και θρησκευτικότητα του στρατού! Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Κώστα. Άγνωστος, και ολιγογράμματος, μόνο στο δημοτικό σχολείο πήγε. Πήρε όμως από τον διδάσκαλό του την αγάπη προς την ορθοδοξίαν και την Πατρίδα.

– Θα πολεμήσωμε; Κώστα; του είπα, κάποτε στην αρχή.
– Αν θα πολεμήσωμε, ρωτάς; Τι θ’ αφήσωμ’ τ’ς βρωμοϊταλούς να μας ατιμάσν τ’ς μανάδες μας κι’ τ’ς αδελφάδες μας. Ορέ, τ’ Πάπα θα γίνουμι ημείς; Να φτάσουμι μονάχα κι’ θα τ’ς πάρ’ ου τάδις τούν πατέρα.

Αυτός ανέπτυξεν απαράμιλλον ηρωϊσμόν εις το Μέτωπον και εφονεύφθη από εχθρικήν οβίδα.
«Δόξα να έχη ο Θεός, γράφει υπαξιωματικός από την πρώτην γραμμήν του πυρός. Το διάχυτον συναδελφικόν πνεύμα και η εκδηλουμένη αγάπη εκ μέρους όλων αναπληρούν το περιβάλλον των αδελφών και οικείων μου».

Ο Ιωάννης Μεταξάς έλεγε προς ξένον ανταποκριτήν «Ο Θάνατος δι’ ημάς τους Ορθοδόξους Έλληνας είναι απλούν επεισόδιον».

Έγραψεν αξιωματικός των πρόσω: «Εάν είσθε εδώ, θα εθαυμάζατε τον ενθουσιασμόν των ανδρών τον αυτόματον, τον ηρωϊσμόν των, την αντοχήν των, την προθυμίαν των εις θυσίας και ταλαιπωρίας.

Ουδεμία αντιλογία.

Όλοι εργάζονται να φέρουν εις πέρας κοινόν σκοπόν ιερόν, τον οποίον αισθάνονται και οι πλέον αγράμματοι.

Όλοι εμπνέονται από την συναίσθησιν, ότι έχουν επωμισθή την ευθύνην να προστατεύσουν την Ορθοδοξίαν.

Είθε ο Κύριος να μας στεφανώση με τον στέφανο της Νίκης».

Ιατρός του στρατεύματος έγραψε: «Δεν ακούονται εδώ ύβρεις και βλασφημίαι.

Ούτε αι μεγάλαι ηθικαί παρεκτροπαί που εσημειώνοντο άλλοτε».

«Στο κάθε βήμα εδώ επάνω -έγραψε στρατιώτης και το δημοσίευσεν εφημερίδα – νομίζει κανείς πως κάπου κοντά μας τριγυρίζει η Παναγία».
Άλλος αξιωματικός έγραψε: «από άκρον εις άκρον του Μετώπου εν Αλβανία κυριαρχεί πίστις βαθυτάτη προς τον Θεόν

. Αναπέμπονται ικετήριοι προσευχαί προ πάσης μάχης και ευχαριστήριοι ύμνοι μετά πάσαν νίκην».

Έτερος πολεμιστής έγραψε:

«Η πίστις του στρατού μας αυξάνει.

Η αιτία είναι τα θαύματα, τα οποία γίνονται μπροστά μας.

Τι να πή κανείς, ποιο να πρωτοδιηγηθής και ποιο ν’ αφήσης.

Με γράμμα δεν μπορώ να τα παραστήσω…».

Απόσπασμα από το βιβλίο: Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου,

Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα, εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου» Αθήνα Οκτώβριος 1974. Σημείωση: ο πατέρας Χαράλαμπος υπηρετούσε τότε την Πατρίδα στο Σώμα του 39ου Συντάγματος των τσολιάδων της πρώτης γραμμής στην Αλβανία.

egolpion.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τό Ναύπλιον

ΠΛΑΤΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ

Χρονοχάρτης τῶν πυρηνικῶν δοκιμῶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Β’ΠΠ μέχρι τὸ 2000

.

.

ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ