Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων, ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων. Τα «άϋλα» χρήματα δε που «παρασκευάζονται» ή «καταστρέφονται» με αυτόν τον τρόπο, ονομάζονται, σε αντίθεση με αυτά που προέρχονται από τα ευγενή μέταλλα, «Fiat Money» – από το λατινικό «fiat», το οποίο μεταφράζεται ως «δημιουργία» (στην προκειμένη περίπτωση, χρήματα που δημιουργούνται από το τίποτα.
Είναι ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ ότι, τα χρήματα που δημιουργούνται με αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες (ΑΕΠ), εφόσον δανείζονται έναντι υλικών αξιών (ακίνητα, αξιόγραφα, μετοχές κλπ), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες σαν εγγυήσεις. Όταν όμως οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των Subprimes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου «καταστρέφονται» (διαγράφονται) στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους (καταθέσεων), στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα. Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων (ρεζέρβα) ύψους 2% – γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν να δανείζουν το 50πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33πλάσιο, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018 – τόσος ήταν ο «πολλαπλασιαστής» κεφαλαίων στη Lehman Brothers, όταν χρεοκόπησε).
Σε ορισμένες χώρες (Καναδάς, Σουηδία, Μ. Βρετανία) δεν είναι υποχρεωμένες οι ιδιωτικές τράπεζες να διαθέτουν ελάχιστα αποθέματα στις κεντρικές. Φυσικά τηρούνται παράλληλα ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες, η «διαχείριση» των αποταμιεύσεων και διάφοροι άλλοι, στους οποίους θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο μέλλον. Ειδικά όσον αφορά τα μετρητά χρήματα, η δημιουργία τους είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – αν και αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος (περί το 3%), της συνολικής ποσότητας χρήματος, ενώ βαίνουν συνεχώς μειούμενα.
Η αιτία της μείωσης των μετρητών χρημάτων, ανεξάρτητα με τα όσα συνήθως λέγονται, είναι η περιορισμένη ωφέλεια (κερδοφορία) των τραπεζών, αφού δεν μπορούν να 50πλασιαστούν ανάλογα – παράλληλα με το ότι απαιτούνται ίσου ύψους καταθέσεις των εμπορικών, στις κεντρικές τράπεζες. Αυτός είναι ουσιαστικά ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι συναλλαγές με μετρητά χρήματα περιορίζονται συνεχώς, ακόμη και νομοθετικά, αντικαθιστάμενες με το «πλαστικό χρήμα», με τη χρήση επιταγών ακόμη και για μικρά ποσά κλπ. Οι τράπεζες αντιπαθούν λοιπόν τις συναλλαγές με μετρητά, επειδή διαθέτουν συνήθως πολύ περιορισμένα αποθέματα πραγματικών χρημάτων – για κανέναν άλλο λόγο.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η «τοκογλυφική» λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν είναι «σχήμα λόγου», αλλά απτή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν μία τράπεζα διαθέτει καταθέσεις ενός εκατομμυρίου στην κεντρική μπορεί, σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει, να δανείζει 50 εκατομμύρια – δηλαδή, 49.000.000 περισσότερα από αυτά που διαθέτει. Εάν χρεώνει λοιπόν επιτόκιο 5%, κερδίζει ετήσια 2.500.000, διαθέτοντας καταθέσεις ύψους 1.000.000. Επομένως, κερδίζει 250% ετησίως στο ποσόν που πραγματικά «επενδύει» – ένα εξόφθαλμα τοκογλυφικό επιτόκιο, άνω του 20% μηνιαία (οι τοκογλύφοι κερδίζουν πολύ λιγότερα).
Εάν συμπληρώσουμε δε ότι οι τράπεζες, με διάφορα τεχνάσματα πολλαπλασιάζουν ακόμη περισσότερο τον «αέρα» που δανείζουν (για παράδειγμα, όταν ασφαλίζουν τα δάνεια τους, θεωρούνται σαν να μην υπάρχουν – έτσι λειτούργησαν οι τράπεζες με τα γνωστά μας πια CDS, τα Credit Default Swaps), τότε τα επιτόκια που απολαμβάνουν στο αρχικό τους εγγυητικό κεφάλαιο του 1.000.000, ξεπερνούν κατά πολύ το 500% ετησίως.
Επίσης από εδώ διαπιστώνεται το τεράστιο πρόβλημα που θα δημιουργούταν στις τράπεζες των χωρών που έχουν δανείσει τη χώρα μας (κάτι ανάλογο συνέβη με την πτώχευση της Lehman Brothers), στην περίπτωση μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της. Στον Πίνακα Ι φαίνεται, για παράδειγμα, ότι, οι Γαλλικές τράπεζες, οι οποίες είχαν δανείσει στην Ελλάδα 75 δις $, είχαν καταθέσεις στην ΕΚΤ, για το συγκεκριμένο βέβαια δάνειο, το πολύ 1,5 δις $ – με υποθετικό πολλαπλασιαστή (leverage – ξεπερνάει συχνά το 100πλάσιο) μόλις 50πλάσιο:
.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου σε εκ. δολάρια, καταθέσεις χρημάτων στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα, σε εκ. δολάρια
ΧΩΡΑ |
Ομόλογα
|
Καταθέσεις στις κεντρικές τράπεζες
|
Γαλλία |
75.452
|
1.509,04
|
Ελβετία |
63.966
|
1.279,32
|
Γερμανία |
43.236
|
864,72
|
Η.Π.Α. |
16.411
|
328,22
|
Μ. Βρετανία |
12.342
|
246,84
|
Ολλανδία |
11.849
|
236,98
|
Πορτογαλία |
10.317
|
206,34
|
Ιρλανδία |
8.506
|
170,12
|
Ιαπωνία |
8.447
|
168,94
|
Ιταλία |
8.381
|
167,62
|
Υπόλοιπες χώρες |
43.693
|
873,86
|
Γενικό σύνολο |
302.600
|
6.052
|
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
.
Από τον Πίνακα Ι διαπιστώνεται ότι, υποθέτοντας πως όλες οι ξένες τράπεζες δάνεισαν τη χώρα μας μόνο με το 50πλάσιο των καταθέσεων τους στην εκάστοτε κεντρική τους, διέθεσαν μόλις 6,052 δις $ – για συνολικά δάνεια 302.600 εκ. $. Εάν όμως η Ελλάδα χρεοκοπούσε, θα ήταν υποχρεωμένες να καταθέσουν τα υπόλοιπα 296,548 δις $ στην κεντρική τράπεζα – ένα πραγματικά τεράστιο ποσόν (το 50πλάσιο), το οποίο θα οδηγούσε ίσως κάποιες από αυτές επίσης στη χρεοκοπία (ένα από τα σημαντικότερα «διαπραγματευτικά χαρτιά», το οποίο φαίνεται ότι δεν χρησιμοποίησε η κυβέρνηση μας, για λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει).
Ένα επόμενο συμπέρασμα είναι το ότι, μας δάνεισαν 6,52 δις $ πραγματικά χρήματα, εισπράττοντας «τοκογλυφικούς τόκους» για 302.600 δις $ λογιστικό χρήμα (το ίδιο συμβαίνει προφανώς και με τις Ελληνικές τράπεζες, όσον αφορά τα δάνεια τους στο δημόσιο). Το τι θα σήμαινε μία ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ιρλανδίας, η οποία οφείλει πάνω από 730 δις $ στις τράπεζες (εξ αυτών, τα 508,6 δις $ στις ευρωπαϊκές), είναι τουλάχιστον «ανατριχιαστικό». Πόσα κερδίζουν βέβαια οι νέοι δανειστές μας, από το «πακέτο» στήριξης της οικονομίας μας, με το «ψηφιακό ποσόν» των 110 δις € που μας δανείζουν πλέον ενυπόθηκα, με «δόσεις υποτέλειας», είναι αρκετά εμφανές – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν θα έχουν την παραμικρή διάθεση να μας «επιτρέψουν» (επιστρέψουν) την Εθνική μας κυριαρχία.
Ο κίνδυνος τώρα των μαζικών αναλήψεων των καταθετών από τις τράπεζες (επιδρομή στις τράπεζες – Bank run) οφείλεται στο ότι, οι τράπεζες διαθέτουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των καταθέσεων σε μετρητά, της τάξης του 3%. Εάν λοιπόν ένας μεγαλύτερος αριθμός καταθετών θελήσει να αποσύρει τα χρήματα του, οι τράπεζες αδυνατούν να τα διαθέσουν. Έτσι συνέβη σε γενικές γραμμές στην κρίση του 1930 – κάτι που τελικά επιλύθηκε αργότερα, ως ένα βαθμό, με τη βοήθεια της ίδρυσης των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες καλύπτουν (εν μέρει φυσικά), τέτοιου είδους ενδεχόμενα (Bank run).
Αυτό που επίσης συνέβη στην ίδια κρίση (1930), ήταν η μανία «αποχρέωσης» των νοικοκυριών (επιστροφή παλαιών δανείων, κανένας νέος δανεισμός) – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν την «καταστροφή» μεγάλων ποσοτήτων χρήματος, αφετέρου το μηδενισμό της δημιουργίας νέων (μία από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού», από τον οποίο κινδυνεύει τα μέγιστα σήμερα η χώρα μας, λόγω της ΔΝΤ-πολιτικής, στην οποία «σέρνεται» κυριολεκτικά η κυβέρνηση μας).
Χωρίς να επεκταθούμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες, αφού ο σκοπός του κειμένου μας είναι διαφορετικός (θα επανέλθουμε με ιδιαίτερο άρθρο μας), δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί, ποια είναι η τελική πηγή των χρημάτων – κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με την αναζήτηση της αρχής του σύμπαντος και του δημιουργού του.
Ψάχνοντας την απάντηση, καταλήγει εύκολα στην Τράπεζα των Τραπεζών – στην «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» δηλαδή (Bank for International Settlements ή BIS) η οποία, με έδρα τη Βασιλεία, λειτουργεί ουσιαστικά σαν την κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών. Η πόλη αυτή της Ελβετίας είναι γνωστή από τους κανόνες που θεσπίζονται για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την ονομασία Βασιλεία Ι, Βασιλεία ΙΙ κλπ. Επίσης, από την εντυπωσιακά μεγάλη έκθεση χρυσού και πολυτίμων λίθων, στην οποία πρωτοστατούν οι Εβραίοι.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ BIS
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ BIS
Στοιχεία |
31.03.2010
|
31.03.2009
|
Σύνολο Ενεργητικού |
*258.893,30
|
255.386,70
|
Καταθέσεις σε συνάλλαγμα |
195.755,10
|
197.222,10
|
Καταθέσεις σε χρυσό |
32.064,10
|
23.052,10
|
Ίδια Κεφάλαια |
683,10
|
683,10
|
Καθαρό Κέρδος |
**1.859,80
|
446,10
|
Κέρδος ανά μετοχή σε SDR |
***3.405,40
|
816,80
|
ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) είναι προφανώς το κέντρο, το «σημείο μηδέν» δηλαδή, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος – «η φωλιά του Κτήνους», η «ναυαρχίδα» των διεθνών τοκογλύφων καλύτερα, η οποία «απομυζά» το αίμα που ρέει στο κυκλοφοριακό σύστημα των αγορών. Η οργάνωση επιτυγχάνει ετήσια κέρδη δισεκατομμυρίων, χωρίς να πληρώνει ούτε στο ελάχιστο φόρους, όπως όλοι εμείς οι θνητοί. Οι ικανότατοι διαχειριστές της διαπραγματεύονται με αξιόγραφα, με χρυσό και με κάθε άλλου είδους εμπορεύματα (commodities), σε έναν δικό τους κόσμο χωρίς σύνορα – ενώ κανένα δικαστήριο και καμία κυβέρνηση δεν ελέγχει τις δραστηριότητες τους. Όποιος θελήσει να επισκεφθεί τα 18όροφα κεντρικά της, δίπλα από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βασιλείας, οφείλει να γνωρίζει ότι εισέρχεται σε διεθνές έδαφος, αφού η Ελβετική αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία (πηγή: Tagespiegel).Οι συζητήσεις που γίνονται στις «οχυρωμένες», ασφαλείς εγκαταστάσεις της BIS είναι απόλυτα εμπιστευτικές – ενώ οι αίθουσες είναι μονωμένες, έτσι ώστε να μην μπορούν να ακουστούν αυτά που διαδραματίζονται εντός τους. Πέντε φορές ετήσια συναντώνται εδώ οι κυρίαρχοι των επιτοκίων και των ποσοτήτων χρημάτων που διατίθενται στις αγορές παγκοσμίως, για μυστικές ανταλλαγές απόψεων. Οι κεντρικοί τραπεζίτες των 56 χωρών-μελών της Γενικής της συνέλευσης σήμερα,αποφασίζουν στη Βασιλεία για τις πολιτικές αντιμετώπισης του χάους που βασιλεύει στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς επίσης για τα «πακέτα» στήριξης των χωρών που είναι αντιμέτωπες με οικονομικές κρίσεις – χωρίς κανένας να ενημερώνεται για το περιεχόμενο των άκρως απορρήτων συζητήσεων τους.
Στο ίδιο κτίριο στεγάζεται το «Συμβούλιο της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών», καθώς επίσης το «Συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (Financial Stability Board) – εκείνες οι οργανώσεις δηλαδή, στις οποίες οι χρηματοπιστωτικοί «επόπτες» των 20 μεγαλυτέρων κρατών (G20) συμφωνούν μόνοι τους τα ελάχιστα «στάνταρντ» (συμφωνίες της Βασιλείας), για την προστασία του κλάδου του χρήματος. Η BIS, στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαθέτει μόνο τους χώρους συνάντησης, αλλά τις ειδικές της γνώσεις, καθώς επίσης τα 550 άτομα του προσωπικού της.
Η βασική ασχολία όμως του προσωπικού της, είναι η διαχείριση ενός μέρους των αποθεμάτων (ρεζέρβες) της ΕΚΤ ή της Fed, με εντολή δική τους. Τα κέρδη από τη διαχείριση κεφαλαίων των κεντρικών τραπεζών, ύψους περί τα 300 δις €, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα (περί τα 2,68 δις $), ενώ καθιστούν ανεξάρτητη την BIS. Οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» εδώ είναι οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών και όχι οι εθνικές κυβερνήσεις – γεγονός που προστατεύει την τράπεζα από τις πολιτικές επιρροές. Όπως λέγεται δε, «Εδώ αποφασίζουν μόνο οι Bernanke οι Trichet αυτού του κόσμου, κανένας πολιτικός».
Ίσως το σημαντικότερο πρόσφατο γεγονός, ήταν η υποχρεωτική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, με βάση τα οποία προσφέρουν δάνεια έως και 50πλάσια των χρημάτων, τα οποία πραγματικά διαθέτουν – με αντίστοιχο πολλαπλασιασμό των ευκαιριών (κερδών), αλλά και του ρίσκου, στην περίπτωση που οι τοποθετήσεις τους (δάνεια, επενδύσεις) αποδειχθούν ζημιογόνες. Η μείωση του πολλαπλασιαστή αυτού στο 33 (50 σήμερα), από το 2018, η τοποθέτηση δηλαδή ενός ανωτάτου ορίου χρέωσης των τραπεζών, στο 33πλάσιο των καταθέσεων τους στις εκάστοτε κεντρικές τράπεζες, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο διεθνές τραπεζικό λόμπυ.
Ο παγκόσμιος σύλλογος των μεγάλων τραπεζών (Institute of International Finance), πρόεδρος του οποίου είναι ο κ. J.Ackerman της Deutsche Bank (μάλλον εβραϊκής καταγωγής), προειδοποίησε την επιτροπή (BIS), ισχυριζόμενος ότι θα χαθούν τουλάχιστον 10.000.000 θέσεις εργασίας – κάτι που θεωρήθηκε εντελώς εσφαλμένο, αφού ένα ελάχιστο μόνο μέρος των τραπεζικών δανείων καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος τοποθετείται στα χρηματιστήρια, με υπερ100πλάσιο «πολλαπλασιαστή» – γεγονός που προσφέρει ονειρικές αποδόσεις στις τράπεζες (αλλά και απίστευτα μεγάλα ρίσκα).
.
Η BIS ΚΑΙ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ
Ο αμερικανικός όμιλος GATA (Gold Anti-Trust Action Committee), κατέθεσε το Φεβρουάριο του 2002 (λίγο αργότερα ξεκίνησε παραδόξως η άνοδος των τιμών του χρυσού, μετά από πάρα πολλά χρόνια σταθερής διατήρησης της ισοτιμίας του), στο δικαστήριο της Βοστόνης, αγωγή εναντίον του αμερικανικού αποθετηρίου, της κεντρικής τράπεζας των Η.Π.Α. (Fed), καθώς επίσης διαφόρων μεγάλων τραπεζών. Κατηγορούμενοι ήταν πολιτικοί, όπως ο πρώην Πρόεδρος B. Clinton και ο πρώην υπουργός οικονομικών L. Summers, ο διοικητής της Fed κ. A. Greenspan, καθώς επίσης οι πολυεθνικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων ηBIS, η J.P.Morgan, η Chase Manhattan, η Citigroup, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank.Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η κυβέρνηση των Η.Π.Α., σε συνεργασία με τις ηγετικές τράπεζες του κλάδου, είχε «χειραγωγήσει» από το 1994 και μετά την τιμή του χρυσού, με στόχο τη διατήρηση της σε χαμηλά επίπεδα. Ο στόχος των τραπεζών ήταν η επίτευξη μεγάλων κερδών, ενώ η κυβέρνηση των Η.Π.Α. αποσκοπούσε στην παραπλάνηση του υπολοίπου κόσμου, σε σχέση με την ισχύ του δολαρίου – το οποίο ουσιαστικά διατηρούταν τεχνητά υπερτιμημένο, έτσι ώστε να παραμένει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, χωρίς τον ανταγωνισμό των υπολοίπων νομισμάτων (πηγές: B.Seiler, gata.org). Ειδικότερα, η αγωγή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής:
.
(α) Η τιμή του χρυσού δεν επιτρεπόταν να αυξηθεί, επειδή κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «σήμα κινδύνου» προς τις διεθνείς αγορές, σε σχέση με τον πληθωρισμό του αμερικανικού νομίσματος.
(β) Μία ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του χρυσού, θα πρόδιδε τη διεθνή αδυναμία του δολαρίου.
(γ) Θα έπρεπε να προστατευθούν από δυνητικές ζημίες τόσο οι τράπεζες, όσο και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία δανείζονταν με χαμηλότοκα ομόλογα χρυσού, διαθέτοντας εξ αυτού πολύ χαμηλά αποθέματα του κίτρινου μετάλλου – κάτι που θα συνέβαινε, θα ζημιώνονταν δηλαδή οι τράπεζες, εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού.
.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο χρυσός αποτελεί ακόμη ένα αξιόπιστο βαρόμετρο του πληθωρισμού ενός νομίσματος(«εκτύπωση» δυσανάλογων ποσοτήτων χρήματος, με αποτέλεσμα την υποτίμηση τους), εάν δεν μπορεί κανείς να εξασφαλίσει τεχνητά τη διατήρηση του σε χαμηλή τιμή, σε σχέση με το συγκεκριμένο νόμισμα (εν προκειμένω, το δολάριο).
Αναμφίβολα λοιπόν, η αύξηση της τιμής του χρυσού σε σχέση με το δολάριο, «τεκμηριώνει» την αστάθεια του νομίσματος. Επομένως, εάν η αμερικανική κυβέρνηση ήταν σε θέση να ελέγξει την τιμή του χρυσού (σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο που συνέταξαν οι δικηγόροι της GATA), μπορούσε να ελέγξει επίσης την ισοτιμία του δολαρίου – εξαπατώντας τον υπόλοιπο πλανήτη. Συνεπώς, ο χρυσός ήταν ανέκαθεν, ενώ συνεχίζει να είναι, ένα «πολιτικό» μέταλλο.
.
Αντίθετα, οι τράπεζες έλαβαν τότε μέρος στο, χωρίς καμία αμφιβολία εξαιρετικά πολύπλοκο αυτό παιχνίδι, με στόχο την αποκόμιση υπερκερδών. Η επεξήγηση αυτής της «υπόθεσης εργασίας» είχε ως εξής:
(α) Στα χαρτιά, δανείζονταν οι εμπορικές τράπεζες χρυσό, από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, με πολύ χαμηλό επιτόκιο (περί το 1%).
(β) Τον χρυσό αυτόν που δανείζονταν, τον πουλούσαν αργότερα στην «ανοιχτή αγορά», χωρίς την ανάληψη κανενός ρίσκου – αφού γνώριζαν ότι, η τιμή του θα διατηρούνταν σταθερή (κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τίποτα στον κόσμο, εάν δεν «χειραγωγείται» η τιμή του).
(γ) Στη συνέχεια, επένδυαν τα έσοδα από την πώληση του χρυσού, σε κρατικά ομόλογα – ή συμμετείχαν στις κερδοσκοπικές αγορές των παραγώγων, οι οποίες υπόσχονταν τεράστια κέρδη, με χαμηλές επενδύσεις (μόνο το 2005, η J.P.Morgan κατείχε παράγωγα αξίας 25 τρις $).
.
Εάν λοιπόν δεν συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο, οι τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι (Colpo Grosso) κέρδιζαν στην κυριολεξία τεράστια ποσά. Εάν όμως κατέρρεαν τα χρηματιστήρια ή εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού, τον οποίο είχαν δανεισθεί και όφειλαν να επιστρέψουν αργότερα, τότε οι τράπεζες θα έχαναν αντίστοιχα τεράστια ποσά, οδηγούμενες στη χρεοκοπία – πόσο μάλλον αφού, μαζί με την άνοδο της τιμής του χρυσού, θα αυξάνονταν και οι τόκοι που πλήρωναν για τις ποσότητες που είχαν δανεισθεί, σε επίπεδα που θα αδυνατούσαν να πληρώσουν. Μεταξύ άλλων, η GATA ανέφερε ότι, μεταξύ των ετών 1998 και 2001 η ζήτηση του χρυσού ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τις ετήσιες ποσότητες εξόρυξης, γεγονός που όφειλε να οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του. Κατά την ίδια, το κέρδος του Καρτέλ των τραπεζών, με τη βοήθεια της χειραγώγησης της τιμής του χρυσού, ήταν της τάξης των 42 δις $.
Φυσικά η αγωγή απορρίφθηκε από το αμερικανικό δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι ο κατήγορος δεν είχε έννομο συμφέρον. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε να έχουμε σαφή άποψη, αν και οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια η τιμή του χρυσού σχεδόν 7πλασιάστηκε (από τα 200 $ στα 1.400 $ σήμερα) – κάτι που μάλλον θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, σχετικά με την πραγματική ισοτιμία του δολαρίου και την μητέρα των κρίσεων που προβλέπεται.
Εάν δε συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά,ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.
Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος.
Κλείνουμε με τα χαρακτηριστικά λόγια του 28ου Προέδρου των Η.Π.Α. W.Wilson, αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα: «Υπάρχει μία (σκοτεινή) δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».
ΠΗΓΉ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου