Αφορμή για την παραίτησή τους ήταν σχέδιο νόμου που έστειλε το υπουργείο Οικονομικών στην Εισαγγελία με το οποίο καταργείται ουσιαστικά το σημερινό Τμήμα και η δίωξη του οικονομικού εγκλήματος ανατίθεται σε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η επιστολή προωθήθηκε μέσου του προϊσταμένους τους αντεισαγγελέα κ. Ν. Παντελή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ι. Τέντε.
«Δεν δεχόμαστε», τονίζουν στην επιστολή που αποκαλύπτει το «Βήμα», «να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ΄ υπαγόρευση», όπως επίσης «και άλλοθι και θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ».
Σύμφωνα με πληροφορίες στην επιστολή αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Αποδεχθήκαμε ασμένως τον διορισμό μας, εμφορούμενοι από ειλικρινή διάθεση προσφοράς και βαθιά προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον μας. Δεν επιδιώξαμε να γίνουμε αρεστοί ούτε να εξασφαλίσουμε την ανοχή των παντός είδους πολυποίκιλων οικονομικών συμφερόντων, έναντι των οποίων η συγκρουσιακή μας πορεία με γνώμονα τη νομιμότητα ήταν δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Μας κοινοποιήθηκε σχέδιο νόμου όλως προφασιστικά και με δήθεν επιχειρήματα ως αιτιολογία με την οποία επιχειρείται η αντικατάσταση και η απαλλαγή από την παρουσία μας.
Δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ' υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δεν δεχόμαστε να αποτελέσουμε ένα άλλοθι και μια θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους που αναπτύσσονται και δραστηριοποιούνται στην γκρίζα ζώνη του οικονομικού εγκλήματος».
Οι δύο εισαγγελείς επισημαίνουν ακόμη στην επιστολή τους ότι ανέλαβαν τα καθήκοντά τους «παρά το γενικότερο αρνητικό κλίμα και με πλήρη επίγνωση της ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ της νεοελληνικής πραγματικότητας και του εν Ελλάδι οικονομικού εγκλήματος».
Οι υποθέσεις που χειρίζονταν
Στα χέρια των δύο εισαγγελέων βρίσκονταν δεκάδες σοβαρές υποθέσεις μεταξύ των οποίων:
- των μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου
- των ύποπτων δανειοδοτήσεων από τράπεζες των δύο κομμάτων εξουσίας, ΝΔ και ΠαΣοΚ
- του σκανδάλου των υποβρυχίων
- τις καταγγελίες για καθυστερήσεις στην επιβολή προστίμων από λαθρεμπόριο καυσίμων
- τις καταγγελίες για λάδωμα εφοριακών
- του φακέλου των CDS και των υπεράκτιων εταιρειών που κρύβονταν πίσω από αυτά
- τις καταγγελίες για μαγείρεμα του ελλείμματος του 2009 με αποτέλεσμα την επιβολή μέτρων λιτότητας μέσω του μνημονίου.
Κοινή δήλωση Βενιζέλου - Παπαϊωάννου
Οξύτατη ήταν η αντίδραση του αντιπροέδρου και υπουργού Οικονομικών κ. Ευαγ. Βενιζέλου και του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Μιλτ. Παπαϊωάννου στην παραίτηση των δύο οικονομικών εισαγγελέων και στις καταγγελίες τους.
Οι δύο υπουργοί, με κοινή τους ανακοίνωση, χαρακτηρίζουν ως «βεβιασμένη και υπερβολική δημόσια αντίδραση» την παραίτηση των αντεισαγγελέων εφετών, «που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι θεσμοί δυσλειτουργούν και συνιστά παρέμβαση στα καθήκοντά τους ακόμη και η σκέψη να ανατεθούν καθήκοντα οικονομικού εισαγγελέα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου». «Οι πολίτες», προσθέτουν οι υπουργοί «δεν αντέχουν άλλους υπαινιγμούς και αοριστίες και μάλιστα από εισαγγελικούς λειτουργούς»...
Τους καλούν μάλιστα «να αναφέρουν αμέσως συγκεκριμένα στοιχεία, διαφορετικά συμβάλλουν στη δημιουργία γκρίζων ζωνών που τόσο πολύ έχουν δηλητηριάσει τελευταία χρόνια το δημόσιο βίο». Επισυνάπτουν και το σχέδιο νόμου από το οποίο φαίνεται πως άλλαζε ο νόμος σύμφωνα με πηγές από την κυβέρνηση ότι ο κ. Πεπόνης έχει στο εξής αρμοδιότητα μόνο για την Αθήνα, ενώ στις άλλες περιοχές έχουν αρμοδιότητα οι τοπικοί εισαγγελείς εφετών. Η εποπτεία ανατίθεται σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με την αιτιολογική Έκθεση ήταν ασύμφορο να συντονίζεται το οικονομικό έγκλημα από εισαγγελέα της Αθήνας, οποίος είχε αρμοδιότητα συντονισμού σε 2.000 ανακριτικούς; υπαλλήλους σε όλη την Ελλάδα.
Η ανακοίνωση
« Με θεσμική έκπληξη πληροφορηθήκαμε από αναρτήσεις στο διαδίκτυο και τα μέσα ενημέρωσης ότι οι αντεισαγγελείς εφετών κ.κ. Γρηγόριος Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, επιφορτισμένοι, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με τα καθήκοντα του Οικονομικού Εισαγγελέα και του αναπληρωτή του, υπέβαλαν προς τον εποπτεύοντά τους αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Νικ. Παντελή την «παραίτησή» τους από τα καθήκοντα αυτά. Ως αιτία της κίνησής τους αυτής φέρεται, σύμφωνα με τις παραπάνω «πηγές», το γεγονός ότι «ήδη με σχέδιο νόμου που πρόκειται να κατατεθεί και μας κοινοποιήθηκε, όλως προφασιστικώς και με δήθεν επιχειρήματα ως αιτιολογία, επιχειρείται η αντικατάστασή μας και η απαλλαγή από την παρουσία μας».
Με τη δημόσια αυτή κίνηση των παραπάνω αντεισαγγελέων εφετών επιχειρείται να δημιουργηθεί η εντύπωση της παρέμβασης στο έργο τους. Αυτό πλήττει βαθειά το κύρος της Δικαιοσύνης, καθώς ως παρέμβαση στο έργο τους εκλαμβάνεται η δήθεν πρόθεση της Κυβέρνησης να καταθέσει προς τη Βουλή σχέδιο νόμου με το οποίο τη θέση του Οικονομικού Εισαγγελέα αναλαμβάνει, αντί για αντεισαγγελέας εφετών, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου!
Άρα, η ανάθεση των καθηκόντων του Οικονομικού Εισαγγελέα σε ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό εκλαμβάνεται από τους δύο παραπάνω αντεισαγγελείς εφετών ως προσβολή και ως παρέμβαση, την οποία προφανώς θα ασκήσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Μήπως οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και ο επικεφαλής τους Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχουν μικρότερο ζήλο, παρέχουν περιορισμένα εχέγγυα ανεξαρτησίας και είναι επιρρεπείς στη συγκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων ή δεκτικοί εξωθεσμικών παρεμβάσεων;
Η αλήθεια είναι ότι σε υπηρεσιακό επίπεδο είχε εκπονηθεί προσχέδιο διάταξης, μεταξύ πολλών άλλων και για την ανάθεση των καθηκόντων του Οικονομικού Εισαγγελέα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με στόχο την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του θεσμού σε πανελλαδικό επίπεδο.
Μάλιστα, κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής κατά της Φοροδιαφυγής που συνήλθε υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών, ετέθη το ερώτημα αν θα ήταν προτιμότερο για λόγους δικονομικούς, αλλά και λειτουργικούς, να τοποθετηθεί αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως Οικονομικός Εισαγγελέας. Το ερώτημα αυτό απετέλεσε αντικείμενο ευρείας συζήτησης στην οποία μετείχε ο αντεισαγγελέας εφετών κ. Πεπόνης, αλλά και οι παριστάμενοι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Νικολούδης και πρώην αντεισαγγελέας εφετών κ. Διώτης, Ειδικός Γραμματέας ΣΔΟΕ, που θεώρησαν ότι ο θεσμός λειτουργεί ικανοποιητικά ως έχει.
Επιπλέον αυτού, το σχετικό προσχέδιο ετέθη υπόψη του κ. Πεπόνη για να διατυπώσει και εγγράφως την άποψή του, χωρίς να έχει διαμορφωθεί σε κανένα πολιτικό επίπεδο κυβερνητική απόφαση για την ανάληψη της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Συνεπώς, η βεβιασμένη και υπερβολική δημόσια αντίδραση των δύο αντεισαγγελέων εφετών, που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι θεσμοί δυσλειτουργούν και συνιστά παρέμβαση στα καθήκοντά τους ακόμη και η σκέψη να ανατεθούν τα καθήκοντα του Οικονομικού Εισαγγελέα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνιστά σαφή προσβολή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και θέτει σημαντικά ζητήματα κύρους και αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης, επί των οποίων είναι βέβαιον ότι θα επιληφθεί αμέσως ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Οι πολίτες δεν αντέχουν άλλο υπαινιγμούς και αοριστίες και μάλιστα από εισαγγελικούς λειτουργούς τεταγμένους στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος. Τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει πολύ σημαντικά και συγκεκριμένα βήματα στον αγώνα κατά της φοροδιαφυγής με την ενεργοποίηση των ποινικών φορολογικών διατάξεων και είναι κρίμα να δημιουργούνται τώρα εσφαλμένες εντυπώσεις στην κοινή γνώμη.
Όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει θέμα «υπαγόρευσης ή απαγόρευσης» στη δράση του ως εισαγγελικού λειτουργού, οφείλει να αναφέρει αμέσως συγκεκριμένα στοιχεία, διαφορετικά συμβάλλει στη δημιουργία «γκρίζων ζωνών» που τόσο πολύ έχουν δηλητηριάσει τα τελευταία χρόνια τον δημόσιο βίο». άπό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου