Το όνομα της Έχιδνας σημαίνει οχιά, δηλώνοντας την ερπετοειδή φύση της, αλλά και υποδηλώνοντας την ολέθρια δράση της-αφού η οχιά είναι κατ’εξοχήν δηλητηριώδης και θανάσιμος όφις.Όπως αναφέρει δε ο Ησίοδος, η Έχιδνα είναι «ακαταμάχητο τέρας, το οποίο δεν μοιάζει καθόλου με τους θνητούς ανθρώπους, ούτε με τους αθανάτους θεούς», θεία, κρατερόφρων, δεινή και «αθάνατη και επί όλες τις ημέρες αγέραστη νύμφη», ήτοι αθάνατη, πανίσχυρη, τρομερή και τερατώδης δαιμόνισσα.Προφανώς λοιπόν, είναι μία εκ των μοχθηρών υπερφυσικών αρχηγών του ερπετοειδούς συνασπισμού, και ακριβώς δια τούτο έγινε σύντροφος του Τυφώνος. Και, όπως και εκείνος, έχει υλο-ενεργειακή υπόσταση
Λέγοντας ο Ησίοδος ότι η Έχιδνα «κατά το ήμισυ μεν είναι καλλιμάγουλη νύμφη με ζωηρό βλέμμα και κατά το έτερο ήμισυ πελώριος όφις, δεινός και μέγας, διάστικτος και ωμοβόρος» την εννοεί ως γυναικόμορφη μέχρι και την μέση και με οφιοειδή σπείρα αντί γλουτών και ποδιών.Τούτο σημαίνει ότι η Έχιδνα είναι στην αυθεντική μορφή της πελώριο ανθρωπο-ερπετικό υβρίδιο υλο-ενεργειακής υφής: Έχει ερπετοειδείς γλουτούς, πόδια και ουρά, ενώ στο άνω μέρος του σώματός της είναι γενικά γυναικόμορφη, αλλά και με κάποια ερπετοειδή χαρακτηριστικά-πιθανότατα φλογερούς οφθαλμούς με κάθετες κόρες, διχαλωτή γλώσσα, φολίδες εις μέρη του κορμού και των χεριών της κ.λ.π.Επειδή όμως ως αρχιδαιμόνισσα έχει ικανότητα μεταμορφώσεως, εμφανίζεται συχνά και με άλλες δύο μορφές: Ως δρακοντοειδής, όπως προκύπτει από το ίδιο το όνομά της και τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως κατά το ήμισυ όφεως, και ως πανέμορφη γυναίκα, όπως προκύπτει από τον χαρακτηρισμό της από τον Ησίοδο ως κατά το ήμισυ καλλιμάγουλης νύμφης.
Όσον αφορά τους γονείς της Έχιδνας, Φόρκυν (ή Φόρκυνα ή Φόρκο) και Κητώ, ο Ησίοδος αναφέρει ότι γεννήθηκαν από τον Πόντο και την Γαία και αποκαλεί τον πρώτο ανδρείο και την δεύτερη καλλιμάγουλη.(Θεογονία, 237-239).Επίσης, αναφέρει ότι αυτοί γέννησαν άλλα έξι φοβερά όντα, προ της Έχιδνας τις εκ γενετής γριές Γραίες-την Πεμφρηδώ και την Δεινώ-και τις ερπετοειδείς Γοργόνες-την Σθενώ, την Ευρυάλη και την Μέδουσα-και μετά την Έχιδνα τον οφιοειδή δράκοντα που φύλασσε τα μήλα των Εσπερίδων (τον Λάδωνα).(Θεογονία, 270-276, 333-335).
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Φόρκυν «άρχοντα της ατρυγήτου (=άγονης) θαλάσσης» (Οδύσσεια, Α.72) και «θαλάσσιο γέροντα» (Οδύσσεια, Ν.96-Ν.345) και αναφέρει ότι υπήρχε στην Ιθάκη «λιμήν Φόρκυνος» (Οδύσσεια, Ν.96-Ν.345).Επίσης, αναφέρει ως τέκνο του Φόρκυος και την νύμφη Θόοσα-με την οποία ο Ποσειδών γέννησε τον φοβερό κύκλωπα Πολύφημο-χωρίς όμως να προσδιορίζει την μητέρα αυτής. (Οδύσσεια, Α.68-73).Προφανώς δε, αυτή είναι η Κητώ.
Ο Απολλώνιος Ρόδιος αναφέρει ότι ο Φόρκυς γέννησε με την Κραταιίδα ή Εκάτη άλλο ένα φοβερό όν, την ανθρωπο-κυνόμορφη, πολυκέφαλη και πολύποδα Σκύλλα.(Αργοναυτικά, Δ.).Το ίδιο δε αναφέρει και ο Απολλόδωρος, χωρίς όμως να ταυτίζει την Κραταιίδα με την Εκάτη.(Βιβλιοθήκης Επιτομή, 7.20).
Εις ένα Αντιοχικό μωσαϊκό του 4ου αιώνος μ.Χ. ο Φόρκυς απεικονίζεται ως τρίτων: Είναι ανδρόμορφος και ερυθρόδερμος μέχρι και το άνω μέρος του κορμού του και με εγχελυοειδή σπείρα αντί κάτω μέρους κορμού και ποδιών, η οποία έχει στο ανώτερο μέρος της δύο αστακώδεις χηλές.Κρατά δε δι’αμφοτέρων των χεριών του έναν αναμμένο πυρσό και μεταφέρει στην ιχθυώδη ράχη του μία θαλάσσια νύμφη ονόματι Δυναμένη.
Η φύσις του Φόρκυος επιβεβαιώνεται από το ίδιο το όνομά του, το οποίο προέρχεται από την λέξη φορκός (=λευκός, υπόλευκος, ρυτιδωτός) και σημαίνει το ίδιο με αυτή: Δι’αυτών των εννοιών του λοιπόν, οι οποίες προσιδιάζουν εις γέροντες (λευκές τρίχες-ρυτιδωτό δέρμα) υποδηλώνει την παλαιότητα του «θαλασσίου γέροντος» Φόρκυος, ενώ ειδικότερα δια της έννοιας ρυτιδωτός, η οποία προσιδιάζει στο ρυτιδωτό φολιδωτό δέρμα των αμφιβιοειδών/ερπετοειδών, υποδηλώνει την αμφιβιοειδή μορφή του Φόρκυος.
Όσον αφορά δε την Κητώ, το ότι είναι αδελφή και σύντροφος του Φόρκυος, αλλά και το ίδιο το όνομά της, το οποίο προέρχεται από την λέξη κήτος (=κήτος, θαλάσσιο θηρίο, θαλάσσιο τέρας, μέγας θαλάσσιος ιχθύς, φάλαινα, φώκια) και σημαίνει «θηλυκό κήτος, θαλάσσιο θηρίο, θαλάσσιο τέρας», υποδηλώνοντας ότι η Κητώ είναι ένα τερατώδες κητοειδές-ήτοι αμφιβιοειδές-όν, δείχνουν ότι αυτή είναι ομοειδής του Φόρκυος.
Η Κητώ έσμιξε με κάποιον υλο-ενεργειακό τρόπο με τον Φόρκυν και γέννησε με αυτόν τα ανωτέρω φοβερά όντα.Η Έχιδνα δε γεννήθηκε εις «κοίλο σπήλαιο», το οποίο ο Ησίοδος εννοεί ως το ίδιο με το σπήλαιο «στους Αρίμους», «υπό της χθονός», όπου κατοικεί περιορισμένη η Έχιδνα.Αυτό το σπήλαιο λοιπόν ευρίσκεται «στα έγκατα της ιερής γαίας» και «κάτωθεν κοίλου βράχου», «μακριά από τους αθανάτους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου