Η συνήθεια της δημιουργίας κενοταφίων προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι βασανίζονταν οι ψυχές όσων δεν είχαν ταφεί τα σώματα τους. Η ταφή όσων είχαν χαθεί οι σοροί τους, γινόταν συμβολικά είτε με την κατασκευή ειδώλου είτε με κενοτάφιο. Η σύλληψη του χρέους αποδόσεως τιμών στους άγνωστους πεσόντες των μαχών με τη συμβολική «ταφή» τους, ανάγεται στην κλασική Αθήνα με γνωστότερη ίσως αναφορά αυτήν που γίνεται στο έργο «Επιτάφιος» του Περικλέους . Είναι γνωστή η περίπτωση της καταδίκης των Αθηναίων στρατηγών για την αμέλειά τους να περισυλλέξουν τους νεκρούς μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών, το 406 π.Χ. .
Σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα των αρχαίων Ελλήνων, ακόμα και οι νεκροί του αντιπάλου πρέπει να απολαμβάνουν του σεβασμού των νικητών, ενώ το αίτημα μιας πόλεως να της επιτραπεί να συλλέξει τους νεκρούς της από το πεδίο της μάχης ισοδυναμούσε με επίσημη παραδοχή της ήττας της. Τα ταφικά μνημεία της αρχαιότητος διακρίνονται στα πολυάνδρια και τα κενοτάφια. Στην Αθήνα, ο δημόσιος χώρος τιμών και ταφής των πεσόντων ήταν το «Δημόσιο Σήμα» στον Κεραμεικό, έξω από τις δυτικές πύλες της πόλεως.
Στη σύγχρονη Ελλάδα το πρώτο μνημείο στον Άγνωστο Στρατιώτη του αγώνα του 1821 στήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1858, με απόφαση του Δήμου Ερμούπολης στο νησί της Σύρου.
Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η απόφαση για την ανέγερση ενός μνημείου αφιερωμένου στη μνήμη του Άγνωστου στρατιώτη ελήφθη από το καθεστώς του Θεόδωρου Πάγκαλου, τον Ιανουάριο του 1926 και η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε λίγες μέρες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπογεγραμμένη από τον υφυπουργό των Στρατιωτικών Κωνσταντίνο Νίδερ . Mε προσωπική του απόφαση του Πάγκαλου, με την ιδιότητα του υπουργού των Στρατιωτικών, προκηρύχθηκε στις 3 Μαρτίου 1926, καλλιτεχνικός διαγωνισμός, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εσπέρα» «..«μεταξύ Ελλήνων αρχιτεκτόνων, γλυπτών και ζωγράφων διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλως προς τούτο διαρρυθμιζομένην...». Η ιδέα της κατασκευής ενός μνημείου, τη συγκεκριμένη περίοδο συνδέεται με την ανάγκη τονώσεως της εθνικής υπερηφάνειας των Ελλήνων, λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στις 9 Οκτωβρίου 1926, μετά την πτώση του Θεόδωρου Πάγκαλου, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενέκρινε και βράβευσε κατά πλειοψηφία την μελέτη με το ψευδώνυμο «Σκρα», που είχε υποβληθεί από τον αρχιτέκτονα Μανώλη Λαζαρίδη, ο οποίος συμμετείχε στο διαγωνισμό με δύο προτάσεις, η δεύτερη με το ψευδώνυμο «Έλλην» . Ο αρχιτέκτονας είχε συνεργαστεί με τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, και είχαν προτείνει ως γλυπτό την παράσταση γιγαντομαχίας όπου μια μορφή αγγέλου, που θα συμβόλιζε την Ελλάδα, θα παραλάμβανε στοργικά τον νεκρό στρατιώτη.
Το Σεπτέμβριο του 1929, ο Θωμόπουλος απομακρύνθηκε λόγω οικονομικών διαφορών, προσέφυγε στα δικαστήρια και δεν δικαιώθηκε, κι αντικαταστάθηκε από το γλύπτη Φωκίωνα Ροκ με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής ανεγέρσεως, η οποία στην συνέχεια ενέκρινε νέα πρόταση για το έργο, με έναν οπλίτη «εκτάδην κείμενο», δηλαδή ξαπλωμένο στο έδαφος.
Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή ανάρτηση.
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΩΣΤΑ. Σ΄ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Διαγραφή