Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος,
ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,
μιὰ δίψα μέσ᾿ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾿ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾿ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου